Η Χώρα αποσυντίθεται, απορρυθμίζεται, διαλύεται. Πάνω στη ιερή σορό της άλλοι χαίρονται, αλλά πλουτίζουν κι άλλο, άλλοι κήδονται των πολιτικών φίλων τους κι άλλοι προσπαθούν να μας ξεγελάσουν, ότι δηλαδή όλοι φταίμε για την κατάντια μας αυτή. Ε! Όχι κύριοι, μέχρι εδώ…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Όχι εμείς, αλλά αυτοί φταίνε. Και ποιοί είναι αυτοί; Είναι φυσικά οι εκπρόσωποι των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων εξουσίας που άσκησαν κυβερνητική ή διοικητική εξουσία τα τελευταία τριάντα χρόνια και τα ερείσματά τους στην οικονομική πλουτοκρατία. Φταίνε και αυτοί που τώρα κυβερνούν, που στη δική τους σκήτη δέχθηκαν πολλούς παλαιούς αμαρτωλούς, εξουσίας ένεκεν. Συγκοινωνούντα δοχεία η πολιτική εξουσία και η οικονομική δύναμη, παλαιότερη και νεότερη, αλληλοτροφοδοτούμενα, έδωσαν τον κοινό αγώνα περί απολαύσεων και αξιωμάτων, σε βάρος του απλού ανθρώπου, τον οποίον πάντοτε είχαν στο περιθώριο. Αυτοί έκαμαν το πνεύμα το ελληνικό, το συμφέρον το λαϊκό, τα όνειρα του απλού ανθρώπου, τις θεμιτές επιδιώξεις του, τις ελπίδες του, την υπερηφάνεια του τέλος, να κείνται υπό παχείαν τέφραν ερειπίων, την οποία πατούν οι ίδιοι, περιδιαβαίνοντας αδιάφοροι τους δρόμους της Πολιτείας, η οποία έχει καταληφθεί από πρόωρο γήρας. Ατενίζουν οι ανάλγητοι αυτοί διαχειριστές των κοινών πραγμάτων και υποθέσεων τις αράχνες και τα ερείπια στον οικονομικό οργανισμό, τα ερείπια στο διπλωματικό επίπεδο, τα ερείπια στο εκπαιδευτικό και δικαστικό σύστημα και, αντί να καλυφθούν υπό την συνδόνην της εντροπής των και να αποχωρήσουν αναλίσκοντες δαψιλώς όσα εκνόμως ενεθυλάκωσαν σε βάρος του λαού, μάς λένε ότι θα διαχειρισθούν οι ίδιοι την κρίση στην οποία μάς έφεραν. Τόσο καλά. Τους δείχνουμε την γλαύκα που κλαίει επί των ερειπίων και μάς απαντούν ότι φταίει αυτή που κλαίει και όχι οι πλάσαντες τα ερείπια (για να θυμηθούμε τον σοφότατο Παπαδιαμάντη, που σε λίγο συμπληρώνονται 105 χρόνια από τον θάνατό του). Δεν τα φάγαμε λοιπόν μαζί, αυτοί όλοι μαζί μάς τα φάγανε. Δεν παραδώσαμε μαζί την οικονομική οντότητα της Χώρας στους μεγαλοεργολάβους και στα ισχυρά πολιτικοοικονομικά τζάκια και δεν πήραμε μαζί τα δώρα και τις προσφορές τους. Γάτες Ιμαλαϊων εμείς δεν εκτρέφουμε. Δεν διορίσαμε εμείς τους αμαθείς φίλους στο Μέγαρο Μαξίμου, απλά για γελάει ο κόσμος και αυτοί να εισπράττουν μισθούς ικανούς. Δεν γίναμε εμείς καλύτεροι μαθητές από τους δασκάλους, πιο πειθήνιοι και υποτακτικοί στους ισχυρούς της γης και με επικάλυψη ψευδο-ηρωισμού. Ούτε μαζί θεριέψαμε τον ακραίο συνδικαλισμό στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου οι μη εργαζόμενοι συνδικαλιστές πλουσίως αμείβονται. Ούτε μαζί παραλείψαμε να ελέγξουμε τα πιράνχας που κατέλαβαν και απομυζούν όλον τον εθνικό κορμό. Δεν φοιτούμε και εμείς στη Διοικούσα τον τόπο Σχολή, που ανερυθρίαστα πρόδωσε την πατρίδα, καταπάτησε τα εθνικά και λαϊκά δικαιώματα, λήστευσε τα δημόσια χρήματα, λόγχισε τα σπλάχνα του εργατικού λαού, δημιούργησε την τραπεζική δικτατορία που εκμεταλλεύεται δεινώς τους πολίτες και τους καταδυναστεύει. Εμείς είμαστε άνθρωποι απλοί, δεν πράξαμε ποτέ το κακό και το μη εύψυχο. Ζούμε επίσης απλά στα σπίτια μας και στις εργασίες μας (όσοι ακόμη δεν τις έχασαν). Δεν μένουμε καρφωμένοι στις επαύλεις των υψηλών και καλών προαστίων, όπως αυτοί. Δεν φοβούμεθα να κυκλοφορήσουμε στην πόλη, ούτε τέλος έχουμε την ανάγκη, όπως αυτοί τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, γιατί απλούστατα δεν έχουμε τίποτε να κρύψουμε. Ό,τι φαγώθηκε, λοιπόν, δεν φαγώθηκε από εμάς τους απλούς και εργατικούς ανθρώπους, αλλά από μία πολιτικοοικονομική φατρία που σχηματίσθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, που συνεχίζεται δυστυχώς και σήμερα απροκάλυπτα με «βοσκοτόπια» και άλλα. Η φατρία αυτή είναι πολύχειρ, πολύστομος και η οποία παίζει εις χείρας της, εξουσία, προνόμια, χάριτες, αξιώματα, χρήματα, δημόσιο θησαυρό. Τη φατρία αυτή την ξέρουμε καλά, κι αυτή ξέρει πως την ξέρουμε και γι’ αυτό κρύβεται. Πλάι σε αυτή την φατρία βρίσκονται και πολλοί, οι οποίοι πράγματι δεν αδίκησαν και δεν καταλήστευσαν οι ίδιοι το λαό και τη Χώρα. Όσοι, όμως, από αυτούς γνώριζαν και εσίγησαν ή συγκάλυψαν τους άρπαγες χάριν έστω θεμιτών σκοπών, έχουν την ίδια με τους αυτουργούς ευθύνη και θα αισθανθούν και αυτοί την ίδια αποστροφή του λαού. Η σκληρή, αλλά δίκαιη τιμωρία όσων άρπαξαν τον δημόσιο πλούτο και έφεραν την Χώρα σε μαρασμό και μελαγχολία, θα είναι ίσως η απαρχή του καινούριου και υγιούς .Η τιμωρία όλων, ακόμη και εκείνων που έκλεψαν λίγα, γιατί δεν είχαν την ικανότητα να κλέψουν πολλά . «Εάν τις κλέπτη δημόσιον, μέγα ή και σμικρόν, της αυτής δίκης δεί. Σμικρόν τε γαρ ο κλέπτων έρωτι ταυτό, δυνάμει δε έλαττον κέκλοφε», έγραφε ο Πλάτων.