«Βασιλικός μου μύρισε, για ιδέστε ποιος διαβαίνει• / Ο Γιώργο Κίτσος διάβαινε στα Γιάννενα πηγαίνει. / Στα Γιάννενα και τα ψηλά τ’ Αληπασά σαράγια. / –Πασσά μ’ πολλά τα έτη σου. –Καλώς το Γιώργο Κίτσο. / – Γιώργο, πώς τα ’χεις τα παιδιά και πώς τα παλικάρια; / –Με του Θεού τη δύναμη, αφέντη μου, χιλιάζουν. / –Φέρτε του Γιώργου μας καφέ, ανάψτε και τσιμπούκι. / Ο Γιώργος το κατάλαβε και σκώνεται και φεύγει»
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Το 1821 πολλοί Έλληνες και φιλέλληνες προσήλθαν στο Ιερό Χρέος και έδωσαν το χέρι τους στην αυτοθυσία, στο ακραίο πείσμα, στην ελευθερία και στην ευψυχία. Άνθρωποι γραμματισμένοι και αγράμματοι, κτηματικοί και ακτήμονες, προεστοί και λαϊκοί, έμποροι και ποιητές, πολέμαρχοι και δάσκαλοι, γνωστοί και άγνωστοι. Η χειραψία εκείνη έπλασε την πατρίδα. Κάποιοι από αυτούς ορθώνονται στην πρώτη γραμμή του πολυπρόσωπου και πολυεπίπεδου πίνακα των ιερών προμάχων. Ένας απ’ αυτούς είναι ασφαλώς ο Γεώργιος Κίτσος, ο έξοχος αυτός Ηπειρώτης, από την Πλεσοβίτσα της επαρχίας Φιλιατών. Γιος του προκρίτου Κίτσου Κουταξή και αδελφός της κυρά-Βασιλικής, της πανωραίας εκείνης Ελληνίδας, η οποία έγινε δούλα και εν ταυτώ δέσποινα του αιμοβόρου τυράννου των Ιωαννίνων.
Ο νέος αυτός Γεώργιος Κίτσος εφημίσθη όσο λίγοι στον ιερό αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αλλά ύστερα ελησμονήθη. Αλλά, καιρός να ιδούμε την ιστορία του ήρωα αυτού, ψηλαφώντας τις λίγες ιστορικές πηγές. Επρόκειτο για έναν αρρενωπό, περικαλλή άνδρα, με ισχυρή θέληση και ατσάλινο, σκληρό χαρακτήρα. Όταν πέθανε ο πατέρας του, κατέλαβε επαξίως τη θέση του στην κοινότητα Πλεσοβίτσας Φιλιατών και ασκούσε ευπροσώπως το καθήκον του. Για έναν λόγο ανεξήγητο ο τύραννος τον απεστρέφετο. Όσο αγαπούσε την Βασιλική, άλλο τόσο μισούσε τον αδελφό της. Δεν μπορούσε, όμως, να τον καταδιώξει και να τον εξοντώσει στα φανερά, γι’ αυτό του έστηνε σκοτεινές παγίδες θανάτου. Τον διέγραψε από το βιβλίο των ζωντανών και μηχανορραφούσε εις βάρος του. Η καρδιά του άσπλαχνου τυράννου ήταν γεμάτη από πάθη, μίση και κακίες, επίσης από ζηλοτυπία για την Βασιλική. Αποφάσισε να τον εξοντώσει αρχικά με δηλητήριο. Ο γιατρός του Αλή, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο μετέπειτα περίτρανος πολιτικός και πρωθυπουργός, πρόδωσε το μυστικό στον Γεώργιο Κίτσο κι έτσι η απόπειρα δολοφονίας απέτυχε. Ο Αλή δεν απελπίζεται και δεν χάνει τις ελπίδες του. Τον προσκαλεί για κυνήγι και διατάσσει δύο εκ των εμπίστων του να τον πυροβολήσουν. Έτσι και έγινε. Ο Γεώργιος Κίτσος πληγώνεται σοβαρά και θα πέθαινε, αν η αδελφή του, η κυρά Βασιλική, δεν απαιτούσε την νοσηλεία του, συνοδευόμενη από απειλή ν’ αυτοκτονήσει και να συναποθάνει με τον αδελφό της. Τρομοκρατημένος ο τύραννος επιστατούσε ο ίδιος για την αποθεραπεία. Αργότερα και για να εξευμενίσει την κυρά-Βασιλική, τον διόρισε Διοικητή Φιλιατών. Εκεί κάποιοι Οθωμανοί τον κατήγγειλαν ως επιβουλευθέντα την τιμή Μουσουλμάνων κι αυτό έφθανε να οργίσει τον τύραννο, ο οποίος έστειλε δολοφόνο να τον σκοτώσει. Ο Γιώργος Κίτσος απλώς τραυματίστηκε από την επίθεση. Νέες απειλές και κοπετοί της αδελφής του οδηγούν τον Αλή στην απόφαση να διατάξει τον φόνο του αποπειραθέντος την δολοφονία και να μεταφέρει στα Γιάννενα τον Γεώργιο και να τον θεραπεύσει ο ίδιος χειρουργός γιατρός. Με την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821 ο Γεώργιος Κίτσος έθεσε αμέσως τις υπηρεσίες του στο πλευρό της πατρίδας. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων, διακριθείς και τιμηθείς για τις ανδραγαθίες του. Η Επανάσταση ελάμπρυνε τον άνδρα κι αυτός την Επανάσταση. Καταστάς αρχηγός των Ηπειρωτών προσήλθε στο Μεσολόγγι και έλαβε μέρος στην απόκρουση της πολιορκίας. Επολέμησε ενδόξως! Έξω από το τείχος υπήρχε ένας προμαχώνας «της Λουνέττας». Η ντάπια αυτή, ο προμαχώνας αυτός ήταν ο ύπατος πύργος ένδοξου ηρωισμού, στον οποίο πυραμιδώθηκε η παλικαριά και μετεωρίστηκε η ελληνική ευψυχία. Εκεί «βασίλεψε» ο ωραίος και ατρόμητος καπετάνιος της Πλεσοβίτσας. Αναχαίτιζε καθημερινά την Τουρκιά εκ του σύνεγγυς, ενώ οι άλλοι είχαν την προστασία του τείχους. Πολέμησε με τους ηρωικούς συντοπίτες του καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, μέχρι της ηρωικής εξόδου της φρουράς. Ποταμοί αιμάτων χύθηκαν στον προμαχώνα της Λουνέττας κι ο καπετάνιος Γεώργιος Κίτσος πρωτοχορευτής στο χορό της Ελευθερίας! Με τη μεγάλη Έξοδο κατόρθωσε ο Γεώργιος Κίτσος να σωθεί. Ως γνωστόν, ο ποιητής Αντωνιάδης, συνέγραψε την «Μεσολογγιάδα» του. Μπορεί το έργο αυτό να μην έχει μεγάλη λογοτεχνική αξία, όμως έχει συγκεντρώσει και καταγράψει με σοβαρή ιστορική και χρονικογραφική ακρίβεια το δράμα των δραμάτων του αγώνα και της πτώσεως του Μεσολογγίου. Έχει και τους εξής στίχους: «Το τρίγωνον δε το εκτός υπάρχον του φρουρίου, / χαράκωμα καλούμενον κοινώς Λουνέττα, τότε / κατείχε ο Κίτσος, απασών σπουδαιοτάτην θέσιν, / βραβείον της προτέρας του ανδρείας εις τας μάχας». Μόνον ο καπετάνιος Μακρής και λίγοι από τους Σουλιώτες, που υπερασπίζονταν το Μεσολόγγι εντός των τειχών, μπορούν να συγκριθούν σε γενναιότητα με τον Γεώργιο Κίτσο. Σ’ αυτούς ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται και συναριθμείται και ο γέρο Νότης Μπότσαρης, ο οποίος κατά την Έξοδο εκτέλεσε την αποστολή του με περισσή ανδρεία και φρόνηση. Ο Γεώργιος Κίτσος και μετά το Μεσολόγγι υπηρέτησε την Πατρίδα και τους σκληρούς αγώνες της. Έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες κατά των Τούρκων, διακριθείς σε όλες! Μετά την έλευση της Ελευθερίας και την συγκρότηση κράτους ο Γεώργιος Κίτσος υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, φθάσας μέχρι του βαθμού του Συνταγματάρχη. Σεμνύνεται η Ελλάδα και χαίρεται για όλα τα παιδιά της και ξεχωριστά για όσα πολέμησα γι’ αυτήν. Και ιδίως στο ιερό Μεσολόγγι, για το οποίο ο Βύρων λίγο πριν αποθάνει (7 Απριλίου 1824), έγραψε: «Τήρα• γύρω μας τουφέκι, δόξα, φλάμπουρο, Ελλάς!… / ψυχή, ξύπνησε, ψυχή μου! Την Ελλάδα δεν ξυπνώ. / Έξυπνη είναι, να η Ελλάς μου! Ψυχή, ξύπνα απ’ το βυθό! / Αν θρηνείς χαμένα νιάτα, γιατί θέλει πιο να ζεις; / Της τιμής εδώ είν’ ο τάφος• τρέξε αυτού να σκοτωθείς!».