Φαίνεται ότι από ένστικτο λάτρεψα στη μετεφηβεία μου τα διηγήματα του Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΔΡΙΤΣΑ, ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ, ΩΝΑΣΕΙΟΥ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ, ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Στη συνέχεια είδα όλα τα θεατρικά του έργα και ζήλεψα την τέχνη του σε δημιουργίες όπως «Ο Γλάρος», «Ο Θείος Βάνιας», «Οι τρείς Αδερφές» και στο απόσταγμα της θεατρικής του γραφής που είναι «Ο Βυσσινόκηπος». Μια εξαιρετική παράσταση του έργου «Οι τρείς αδερφές» είχα μάλιστα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πολύ πρόσφατα στο Θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου (2016). Επιπλέον, εντελώς τυχαία, ανακάλυψα και άλλες αφάνταστες συμπτώσεις που μπορεί ίσως να προσφέρουν μια μεταφυσική εξήγηση στη γοητεία που νοιώθω για τον Άντον Τσέχωφ: αφενός ήταν και εκείνος γιατρός στο επάγγελμα και αφετέρου έχει γεννηθεί ακριβώς την ίδια ημερομηνία με εμένα αλλά με διαφορά εκατό χρόνια-ακριβώς έναν αιώνα πριν!
Ο Τσέχωφ είναι για εμένα ο άφθαστος Ρώσος μινιατουρίστας και ο μεγάλος δάσκαλος της μικρής νουβέλας. Το καλλιτεχνικό μυστήριο των μικρών του διηγημάτων, χωρίς αρχή και τέλος, στην ουσία δίχως τυπική πλοκή, που γράφονται συχνά σαν απλά προσχέδια θέματος δεν μπορεί κατά βάθος να αναλυθεί. Τίποτα δεν περνάει χωρίς να αφήσει τα αχνάρια του. Η κάθε πράξη ασκεί μιάν επιρροή στο παρόν και στο μέλλον. Η επιφανειακή ζωή κρύβει μια ζωή που συμβαίνει σε ένα βαθύτερο επίπεδο και μέσα στο περίπλοκο αδιέξοδο της οι άνθρωποι ανεμοδέρνονται ασταμάτητα. Ο λόγος του Τσέχωφ καθαρός, ρεαλιστικός και αφαιρετικός, βγάζει έξω ότι άχρηστο με το χειρουργικό του νυστέρι χωρίς όμως να σε πονάει, σίγουρα η άσκηση της ιατρικής έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής του ταυτότητας. Τον έπνιγε όμως η μιζέρια της ρωσικής επαρχίας όπου και έζησε (στη μικρή πόλη Ταγκανρόγκ) τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Γράφει χαρακτηριστικά στο θεατρικό του έργο «Ο Θείος Βάνιας»: «Αγαπώ τη ζωή γενικά, αλλά τη ζωή της ρώσικης επαρχίας, τη μικρόψυχη αυτή ζωούλα, την απεχθάνομαι και την περιφρονώ με όλη μου τη δύναμη». Το 1887, με ένα αίσθημα απαξίωσης προς τον τόπο που έζησε την παιδική του ηλικία, γράφει ο Τσέχωφ σε ένα γράμμα προς τον αδελφό του τα εξής: «Πόσο άδειο είναι το Ταγκανρόγκ, πόσο τεμπέλικο, αγράμματο και βαρετό. Εδώ δεν υπάρχει ούτε μια επιγραφή χωρίς ορθογραφικό λάθος. Οι δρόμοι είναι έρημοι, η τεμπελιά γενική, καθώς και η ικανότητα να αρκείται κανείς σε καπίκια και ένα αβέβαιο μέλλον. Όλα αυτά είναι τόσο απεχθή ώστε, σε σύγκριση, ακόμη και η Μόσχα με τη λίγδα της και τον εξανθηματικός της τύφο, φαίνεται συμπαθητική». Ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ υπήρξε επίσης θύμα πατρικής βίας και δεσποτισμού αντίβαρο της οποίας υπήρξε η ευαισθησία της μητέρας του. Γράφει ο Τσέχωφ, σε γράμμα προς τον αδελφό του Αλέξανδρο στις 2 Ιανουαρίου 1889: «Ο δεσποτισμός και η ψευτιά παραμόρφωσαν τα παιδικά μας χρόνια, σε τέτοιο σημείο που ανατριχιάζει κανείς. Θυμήσου την τρομάρα και την αηδία που μας έπιανε όταν ο πατέρας έκανε ιστορία στο τραπέζι για κάποιο φαγητό πολύ αλατισμένο ή όταν έλεγε τη μητέρα μας ηλίθια. Ο δεσποτισμός είναι τριπλά εγκληματικός και μην ξεχνάς πως είναι καλύτερα να είσαι το θύμα παρά ο δήμιος».
Ο Τσέχωφ βοήθησε πολύ ως γιατρός, με πρωτοποριακά για την εποχή του συστηματικά μέτρα και πειθαρχία, στην αντιμετώπιση των επιδημιών της χολέρας που μάστιζαν τότε όλη τη Ρωσία. Αν και ένοιωθε αηδία για τον κοινωνικό βάλτο στον όποιο ήσαν βουτηγμένοι οι ασθενείς του υπηρέτησε την τέχνη της ιατρικής με αξιοθαύμαστη αφιέρωση και αίσθηση του καθήκοντος. Ο ίδιος έπασχε από φυματίωση με πολλές αιμοπτύσεις και καταβολή δυνάμεων, όμως αδιαφορούσε συστηματικά για την κατάσταση της υγείας του. Η αρρώστια αυτή τον έσπρωξε αργά-αργά στο τέλος του στις 2 Ιουλίου 1904 στο Μπαντενβάιλερ (σε ηλικία 44 ετών) ενώ βρισκόταν σε ταξίδι με τη γυναίκα του στο Μέλανα Δρυμό. Ο Άντον Τσέχωφ πρόλαβε να παρακολουθήσει στις 17 Ιανουαρίου του 1904 στη Μόσχα, επτά μήνες πριν το τέλος του, την πρώτη παράσταση του τελευταίου και ίσως κορυφαίου θεατρικού του έργου που είναι «Ο Βυσσινόκηπος».
Το θέμα του «Βυσσινόκηπου» παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο ακόμη και σήμερα. Η κυρίαρχη μορφή στο έργο που είναι η ονειροπαρμένη και ξεπεσμένη αστή Λιούμπα αναγκάζεται να ξεπουλήσει λόγω δυσβάσταχτων χρεών το πολύτιμο κτήμα της, τον «Βυσσινόκηπο». Μάλιστα η τραγική ειρωνεία είναι ότι τον «Βυσσινόκηπο» θα αγοράσει ο Λιοπάχιν, ένας πρώην δουλοπάροικος της Λιούμπα, που κερδίζει τίμια το κτήμα με χρήματα από μακροχρόνια σκληρή εργασία. Ο «Βυσσινόκηπος» αποτελεί ένα τραγικό ιλαρόδραμα της ανθρώπινης αδυναμίας και μοίρας. Με σύμβολο του στην τελευταία σκηνή τον ήχο των τσεκουριών που κόβουν τα πανέμορφα δέντρα μετά από εντολή του νέου ιδιοκτήτη. Επίκαιρος σε σχέση και με τη σημερινή εικόνα της χώρας μας παραμένει ο «Βυσσινόκηπος». Θα μπορούσε να παραλληλίσει κανείς την επιπόλαια, ονειροπαρμένη και σπάταλη Λιούμπα με το πολιτικό σύστημα που έστειλε σήμερα τη χώρα μας στη χρεωκοπία ενώ δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αυτή τη στιγμή ακούμε όλοι τους ήχους των τσεκουριών των «δανειστών» μέσα στον πολύτιμο κήπο (πωλείται προφανώς σε καλή και συμφέρουσα τιμή) που δεν λέγεται «Βυσσινόκηπος» αλλά Ελλάδα. Η χρεωκοπημένη δημοκρατία της μεταπολίτευσης ως «Λιούμπα-άχρηστο πολιτικό σύστημα» παραδίδει αναγκαστικά τον Βυσσινόκηπο-Ελλάδα σε μια νέα εποχή (νέους ιδιοκτήτες) με εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον. Ο Άντον Τσέχωφ πίστευε με ενθουσιασμό ότι ο αυριανός κόσμος που θα κερδίζει μέσα από την επιστημονική γνώση και την τίμια εργασία του θα είναι δικαιότερος, πιο ορθολογικός και σίγουρα καλύτερος για τον άνθρωπο από τον κόσμο του 1904. Η άποψη μου είναι ότι ο Τσέχωφ δεν δικαιώθηκε αφού ο 20ος αιώνας έδωσε δύο ανθρωποφάγους παγκόσμιους πολέμους και στον 21ο αιώνα επιστρέφει πάλι, με τη μορφή της φριχτής οικονομικής δουλείας, η ανθρώπινη θηριωδία. Τελικά η ιδέα της σταθερής προόδου είναι απατηλή για το ανθρώπινο είδος, η ιστορία κύκλους κάνει τελικά.