Για τους περισσότερους ανθρώπους το βιβλίο είναι μια σχολική υπόθεση, για αρκετούς είναι ένα επαγγελματικό εργαλείο και για λίγους (και μάλλον για πολύ λίγους), τους βιβλιόφιλους, είναι σημαντική υπόθεση ζωής. Αυτή είναι η γενική θεώρηση – κατάταξη των ανθρώπων σε σχέση με το βιβλίο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΤΣΟΥΛΙΑ
Αλλά υπάρχει και μια ειδική κατηγορία στην οποία το βιβλίο ενέχει το χαρακτήρα του ανώτατου αγαθού και της πνευματικής βακτηρίας, στην οποία ο ίδιος ο αυτοπροσδιορισμός αυτής της κατηγορίας συμπλέκεται απόλυτα με την ύπαρξη του βιβλίου. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει την «εικόνα» ενός εκπαιδευτικού χωρίς να υπάρχει σ’ αυτήν το κυρίαρχο σχήμα του βιβλίου; Μπορεί να προσεγγιστεί το «σχήμα» του εκπαιδευτικού χωρίς το συνεχές και επίπονο όργωμα των σελίδων του σχολικού βιβλίου; Κάθε «πορτρέτο» εκπαιδευτικού εμπεριέχει και τη μορφή του βιβλίου. Πρόκειται για ένα υβριδικό σχήμα, που αποτελεί και την πεμπτουσία κάθε παιδαγωγικής πράξης, κάθε μορφωτικής αποστολής.
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και για τον εκπαιδευτικό το βιβλίο είναι ένα επαγγελματικό εργαλείο, όπως σε κάθε άλλο επιστήμονα. Αλλά κάτι τέτοιο είναι μια πρόχειρη θεώρηση. Γιατί ο εκπαιδευτικός δεν χρησιμοποιεί απλά και μόνο το βιβλίο ως εργαλείο της δικής πνευματικής εξάσκησης αλλά κυρίως ως πεδίο διάδοσης των γραμμάτων, ως άσκηση πνευματικής καλλιέργειας των μαθητών / μαθητριών. Στο βιβλίο στηρίζεται με έναν φοβερά προκλητικό τρόπο το εκπαιδευτικό παιχνίδι και το σχολικό γίγνεσθαι. Εδώ ο εκπαιδευτικός καλείται να δώσει αγώνα ζωής και να γευθεί ταυτόχρονα το μεγαλείο της διδασκαλίας.
Ξέρουμε ότι η καλύτερη δυνατή γνώση που μπορεί να αποκτήσει κάποιος δεν είναι απλά και μόνο με το διάβασμα ενός βιβλίου. Ξέρουμε ότι για να μάθεις καλά το περιεχόμενο ενός βιβλίου πρέπει να το διδάξεις. Γιατί μέσα από τη διδασκαλία, από τον οργασμό της σχολικής αίθουσας, από το ξεσήκωμα του πνεύματος των εκπαιδευόμενων το βιβλίο αποκτά άλλα χαρακτηριστικά – το ίδιο και ο εκπαιδευτικός. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δένονται ψυχικά ή και με κάποιου είδους νεύρωση με ένα βιβλίο είτε γιατί το έχουν διδάξει στα «πρώτα» σχολικά τους βήματα (και μάλλον δεύτερα, αφού τα πρώτα τους βήματα ήταν μαθητικά) είτε γιατί το έχουν διδάξει πολλά χρόνια και το φυλάνε για όλη τους τη ζωή ως σύμβολο μιας ξεχωριστής διαδρομής της ζωής των.
Παρατηρώ συχνά τα βιβλία των φιλολόγων. Είναι χάρμα ιδέσθαι. Μπορεί κάποιος να ασκηθεί σε μια επιμορφωτική λειτουργία από ένα πολυχρησιμοποιημένο βιβλίο, στο οποίο οι σημειώσεις έχουν φουσκώσει όλες τις σελίδες του, όπου οι παρατηρήσεις και οι επισημάνσεις κουβαλούν δεκάδες ερωτήσεις και απορίες, όπου οι παραπομπές και οι παράλληλες αναφορές διαμορφώνουν ένα παράλληλο βιβλίο που έχει προσωπικό άρωμα αλλά και μια διαδρομή πολυσύνθετης σχολικής καλλιέργειας. Ένα τέτοιο βιβλίο δεν είναι μόνο βιβλίο του συγγραφέα ή των συγγραφέων που αναφέρονται τυπικά πάνω στην έκδοσή του. Είναι ένα βιβλίο «άλλο». Είναι ένα βιβλίο υβριδικό. Είναι ταυτόχρονα δύο ή και πολλά βιβλία.
Παράλληλα με το διδακτικό βιβλίο ο εκπαιδευτικός γράφει το δικό του βιβλίο. Αν μπορούσε κάποιος να συγκεντρώσει όλα τα παράλληλα βιβλία – των ατέλειωτων παρατηρήσεων και παραπομπών – που γράφουν οι εκπαιδευτικοί σ’ όλα τα σχολεία της χώρας, θα διαμόρφωνε έναν εξαίσιο «μορφωτικό θησαυρό», θα δημιουργούσε έναν πλανητικό σύστημα πολλών βιβλίων με πυρήνα το σχολικό βιβλίο αλλά και με μια φοβερή αυτονομία για το καθένα απ’ αυτά.
Εκτιμώ ότι αν κάποτε το Υπουργείο Παιδείας διαμορφώσει μια πραγματική εκπαιδευτική κουλτούρα για να ανοίξει τη συζήτηση και την εφαρμογή μιας μορφωτικής μεταρρύθμισης στο σχολικό μας οικοσύστημα, θα λάμβανε υπόψη του όλο αυτό τον πλούτο των παράλληλων «βιβλίων» που γράφονται πάνω (ή δίπλα) στο σχολικό βιβλίο, γιατί θα ήταν το αποθησαύρισμα της πνευματικής εμπειρίας που μόνο η ζωντανή σχολική αίθουσα και η πνευματική διαπάλη και άσκηση του εκπαιδευτικού μπορούν να προσφέρουν. Έχουμε έναν μεγάλο και ανεκτίμητο θησαυρό στα χέρια των χιλιάδων εκπαιδευτικών και τα αρμόδια / θεσμικά όργανα της πολιτεία δεν το γνωρίζουν, γιατί δεν έχουν μορφωτική κουλτούρα, γιατί δεν ψυχανεμίζονται με τη σχολική αύρα, γιατί δεν πιστεύουν στην απελευθερωτική δύναμη των γραμμάτων και στην ανεξαρτησία του πνεύματος του ανθρώπου.
Κάθε εκπαιδευτικός στο διάβα της πολυκύμαντης σχολικής του διαδρομής δίπλα από τα διδακτικά βιβλία και από τις δικές του μαρτυρίες «προσωπικές γραφές / ατομικά βιβλία» αναπτύσσει και άλλα βιβλία που είναι προεκτάσεις του κύριου διδακτικού βιβλίου. Και προφανώς δεν είναι μόνο βιβλία συγγενικού με το σχολικό εγχειρίδιο περιεχομένου, αλλά θα είναι και βιβλία κοινωνιολογικά, επιστημολογικά, λογοτεχνικά, πανεπιστημιακά, ξενόγλωσσα, θα είναι βιβλία κλασικής γραμματείας – μπορεί για παράδειγμα να λείπουν βιβλία του μεγάλου μας Αριστοτέλη; – και όλα αυτά τα βιβλία θα συνθέτουν το φωτεινό γαλαξία για το καθημερινό και διαχρονικό γοητευτικό ταξίδι της σχολικής αίθουσας. Και μπορούν να περνάνε τα χρόνια, να έρχονται και να παρέρχονται οι μαθητές / μαθήτριες, να αλλάζουν μερικώς ή ολικώς τα σχολικά βιβλία αλλά η εικόνα «εκπαιδευτικού – βιβλίου» μετασχηματιζόμενη διαρκώς στο «καμίνι» της αίθουσας θα διατηρεί πάντα τη γοητεία της, γιατί είναι εικόνα ξεσηκωμού της σκέψης και ανάτασης του συναισθήματος του ανθρώπου.