Οι περισσότεροι ασθενείς δεν μπορούν να αποδεχθούν εύκολα ότι κάτι σοβαρό συνέβη στους ίδιους. Και οι γιατροί συνήθως δεν καταλαβαίνουν το μέγεθος του πανικού που διακατέχει τον άρρωστο εξαιτίας του προβλήματος του…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΔΡΙΤΣΑ,
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ, ΩΝΑΣΕΙΟΥ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ, ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Ιπποκράτης πίστευε ότι ο ιδανικός γιατρός θα πρέπει και εκείνος να πάσχει από κάτι, έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται καλύτερα τον πόνο, την απώλεια και την αναπηρία.
Πολλές φορές άνθρωποι με μόρφωση, παιδεία και υψηλό δείκτη νοημοσύνης συμβαίνει να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα τους με μεγαλύτερο πανικό και αδυναμία ελέγχου σε σχέση με ανθρώπους χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Ενδεχόμενα η μεγάλη «εγκεφαλική επεξεργασία» του προβλήματος να υστερεί σε σχέση με την απλή αποδοχή και ενατένιση με αισιοδοξία της αυριανής μέρας. Απέναντι στην αρρώστια φαίνεται ότι δεν βοηθάνε καθόλου τα πτυχία και τα διδακτορικά. Οι συχνότεροι επισκέπτες των ιατρείων είναι συχνά νευρωτικοί και υποχόνδριοι άνθρωποι οι οποίοι ενώ δεν πάσχουν σωματικά κατατρύχονται από ιδέες ασθένειας και αν ερωτηθούν για την κατάσταση τους θα απαντήσουν με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε όποιος τους ακούει να θεωρήσει ότι σίγουρα πάσχουν από κάποια βαρειά ασθένεια. Πάρα πολλοί άνθρωποι θεωρούν την ασθένεια τους αδικία. Μια κατηγορία πιστεύει ότι η αρρώστια «άδικα» τους ήρθε πολύ νωρίς (πχ τώρα που τα παιδιά τους είναι μικρά και οι υποχρεώσεις τους μεγάλες) και μια άλλη κατηγορία πιστεύει ότι «άδικα» η ασθένεια εμφανίσθηκε μόλις είχαν επιλύσει τα οικονομικά προβλήματα και τις οικογενειακές υποχρεώσεις και ήσαν έτοιμοι να χαρούν τη ζωή τους ελεύθεροι από δεσμεύσεις.
Είναι πολύ λογικό ο αντίκτυπος μιάς ασθένειας να είναι πολύ μεγαλύτερος όταν ο ασθενής είναι νέος αλλά σίγουρα όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, θεωρούν την ασθένεια τους «αδικία». Πολλές φορές εξετάζω ασθενείς οι οποίοι έχουν πάθει έμφραγμα αρκετά νέοι πχ στα τριανταπέντε η στα σαράντα τους. Κάποιοι από αυτούς έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες όπως κάπνισμα, ψηλή χοληστερίνη, υπέρταση, σάκχαρο. Κάποιοι έχουν οικογενειακό ιστορικό παθήσεων της καρδιάς και έχουν κάποιο γονέα η αδελφό που επίσης είχε πάθει έμφραγμα. Σε αρκετούς όμως ασθενείς δεν μπορεί να ανιχνευτεί με σιγουριά κάποιος προδιαθεσικός παράγοντας. Οι προδιαθεσικοί παράγοντες δεν είναι «αρρώστιες» αλλά «παράγοντες» και υπάρχουν άνθρωποι με προδιαθέσεις που όμως δεν εκδηλώνουν ποτέ κάποια ασθένεια και φτάνουν έτσι σε βαθειά γεράματα. Κανείς δεν γνωρίζει απόλυτα σε αυτή τη ζωή τι και πως θα του συμβεί και κανείς γιατρός δεν μπορεί να είναι προφήτης. Πολλοί ασθενείς γίνονται ενοχικοί αμέσως μετά από κάποιο αιφνίδιο κλινικό συμβάν και προσπαθούν έμμεσα η άμμεσα να αυτοκατηγορηθούν για το καταστροφικό γεγονός και την «κακή» τους τύχη. Όσοι σκέφτονται συνέχεια την κακή τους τύχη τείνουν να αναπτύξουν μόνιμη κατάθλιψη και αν αναπτύξουν κατάθλιψη (έχουν δείξει τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα) ότι έχουν μεγάλο κίνδυνο να επιδεινωθούν εξαιτίας και μόνο της κατάθλιψης. Όσοι ασθενείς μετά την εκδήλωση ασθένειας προσπαθούν να αλλάξουν τρόπο ζωής και να αναπτύξουν αισιόδοξη σκέψη βλέπουν τη ζωή τους με καινούργια προοπτική, σαν ένα μισογεμάτο ποτήρι και σαν νέα ευκαιρία. Πολλοί σταματούν το κάπνισμα και διαπιστώνουν βελτίωση της αντοχής τους στο τρέξιμο, πολλοί παχύσαρκοι χάνουν αρκετό βάρος και έτσι νοιώθουν περισσότερο ελαφροί, ευέλικτοι και με μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση. Για πολλούς πχ ένα έμφραγμα γίνεται αφορμή να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους και να διαπιστώσουν την αγάπη και την συμπαράσταση από πρόσωπα που πριν είχαν πιθανά αμφισβητήσει τα συναισθήματα τους.
Συχνά ο φόβος της ασθένειας γίνεται περισσότερο επικίνδυνος από την ίδια την ασθένεια. Υπάρχει μια πολύ σύντομη αλλά δυνατή παραδοσιακή ιστορία (ένα παραμύθι) από την Ινδονησία που μιλάει για την εξουσία και τη δύναμη του φόβου, το παραμύθι έχει τίτλο «Τα τρία αδέρφια» και έχει ως εξής:
Κάθε χρόνο η Χολέρα έκανε επίσκεψη στην ιερή πόλη της Μέκκας μαζί με τα δυό της αδέρφια τον Θάνατο και το Φόβο. Κάποια χρονιά όμως ο Φόβος έφτασε στη Μέκκα πριν από τα αδέρφια της τη Χολέρα και το Θάνατο. Ο παλιός φύλακας της πύλης της πόλης που δεν γνώριζε το Φόβο τον άφησε να περάσει.
Όταν αργότερα η Χολέρα και ο Θάνατος έφτασαν στην πύλη ο φύλακας τους ρώτησε:
«Χολέρα, πόσα κεφάλια θα πάρεις αυτή τη φορά;»
«Όχι περισσότερα από πεντακόσια», απάντησε η Χολέρα.
«Εσύ Θάνατε πόσα κεφάλια νομίζεις θα πάρεις μαζί σου αυτή τη φορά;»
«Όπως πάντα, θα πάρω όσα μου δώσει η Χολέρα», απάντησε ο Θάνατος χωρίς δισταγμό.
Μετά από λίγες βδομάδες η Χολέρα και ο Θάνατος γύρισαν, στάθηκαν μπροστά στη πύλη και φώναξαν στον φύλακα να ανοίξει την πύλη για να φύγουν έξω από την πόλη.
«Φύλακα, άνοιξε την πύλη!»
«Χολέρα, πόσα κεφάλια πήρες;» ρώτησε μεγαλόφωνα ο φύλακας.
«Μόνο τετρακόσια εννενήντα εννιά», απάντησε λυπημένα η Χολέρα.
«Και συ Θάνατε πόσα κεφάλια πήρες μαζί σου;» ρώτησε ο φύλακας τον Θάνατο.
«Πήρα περισσότερα από χίλια!» απάντησε ικανοποιημένος ο Θάνατος.
«Μα υποσχέθηκες ότι θα πάρεις μόνο όσα σου δώσει η Χολέρα!», φώναξε τρομαγμένος και θυμωμένος ο φύλακας.
«Συμφωνώ», απάντησε ξερά ο Θάνατος, «αλλά τους περισσότερους απ΄ όσους πέθαναν μου τους έδωσε ο Φόβος που πέρασε την πύλη μόνος του πολύ πρίν από μας τους δυο. Τώρα ξέρεις λοιπόν καλά ότι ο Φόβος μπορεί να πάρει πολύ περισσότερα κεφάλια απο τη Χολέρα».