Επενδυτική ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης χρειαζόμαστε – Ας εγκαταλείψουμε τις πομφόλυγες, υπέρ έργων θεμελίωσης εμπιστοσύνης…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΤΟ
Από την ανάληψη των καθηκόντων της, η κυβέρνηση έχει δώσει αχρείαστο βάρος στην ανάγκη ρύθμισης του υπέρογκου πράγματι εξωτερικού χρέους μας. Όπως είναι γνωστό μέχρι το έτος 2022, έχει ανασταλεί η καταβολή χρεολυσίων και καταβάλουμε μόνο τόκους. Η ανάγκη κάλυψης αυτών των τόκων, είναι το περιβόητο 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα που ακούμε συνεχώς και μας επιβάλλουν να το πετύχουμε, διότι αντιπροσωπεύει περί τα 6,5 δις ευρώ, που είναι το ποσό των τόκων και λοιπών τρεχουσών υποχρεώσεων. Η ανάγκη ρύθμισης του εξωτερικού μας χρέους από τώρα, μία αξία έχει. Να εξαλειφθεί κάθε επιφύλαξη μελλοντικών εν δυνάμει επενδυτών, ότι το βαρύ αυτό χρέος, δεν θα δημιουργεί μελλοντικά οικονομικά προβλήματα στη χώρα μας και τον εξ αυτού επηρεασμό των επιχειρήσεων των επενδυτών. Αυτός πρέπει να ήταν και ο λόγος για τον οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση, είχε συμφωνήσει με τους εταίρους μας στην Ε.Ε. το Νοέμβριο του 2012, ότι με τη ολοκλήρωση της τότε πέμπτης αξιολόγησης, θα γίνει ρύθμιση του χρέους, με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και συμφωνίας χαμηλότερου και ενδεχομένως σταθερού επιτοκίου.
Η Πέμπτη αυτή αξιολόγηση, επρόκειτο να γίνει τον Φεβρουάριο του 2015, αλλά οι εκλογές, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ανέτρεψαν τα πάντα.
Από τις μετέπειτα συνεντεύξεις του τότε Υπουργού Οικονομικών κ. Βαρουφάκη, προκύπτει ότι είχε πείσει και τον πρωθυπουργό, να κάνει σημαία του την απομείωση, το κούρεμα στην αρχή και την ρύθμιση μετέπειτα του εξωτερικού χρέους, σε υπερβολικό βαθμό και απόλυτης προτεραιότητας που δεν χρειαζόταν, ενώ είχε παραμελήσει, αν όχι εγκαταλείψει ενέργειες βελτίωσης της οικονομίας, όπως περικοπές περιττών δαπανών, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επενδύσεων κ.τ.τ. Η υπερεκτίμηση της ανάγκης αυτής της ρύθμισης του εξωτερικού χρέους, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, δυστυχώς με τις ίδιες σκέψεις και προοπτικές, δηλαδή παραμελώντας κάθε απόφαση και ενέργεια ανάπτυξης της οικονομίας. Η τακτική αυτή, δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, παρενέργειες και δυσμενείς επιπτώσεις στη χώρα μας, χωρίς η ρύθμιση του χρέους να είναι τόσο αναγκαία, αλλά τελικά και χωρίς κανένα αποτέλεσμα δυστυχώς. Μια ακραία άποψη ισχυρίζεται ότι και να μας χαρίσουν όλο το χρέος, σε λίγα χρόνια θα το έχουμε ξανά δημιουργήσει, αν δεν αλλάξουμε σκεπτικό και πολιτική.
Μια ακόμη υπεκφυγή και αποποίηση των ευθυνών μας, αποτελεί η προσπάθεια να αποδώσουμε τις ευθύνες στους Ευρωπαίους εταίρους μας, αποκαλούμενους και ως δανειστές, ως μορφή μομφής, οι οποίοι μας εκβιάζουν να κάνουμε … το σωστό και αναγκαίο! Να διαλευκάνουμε, επομένως, το ρόλο των ευρωπαίων εταίρων μας, ότι κατ’ αρχήν είναι οι μόνοι που μας παρέχουν τα αναγκαία χρήματα για να καλύψουμε τις ανάγκες μας, μέχρις ενός δε σημείου, ακόμη και για την καταβολή των μισθών και συντάξεων. Μας τα δανείζουν με επιτόκιο μέχρι 1%, όταν πολλοί από τους εταίρους μας, δανείζονται με πολύ μεγαλύτερο επιτόκιο, για να μας το δώσουν με 1%. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ασκούν το επάγγελμα του δανειστή για να τους αποδίδουμε όλα τα χαρακτηριστικά ενός δανειστή, αλλά φίλοι, εταίροι οι οποίοι μας βοηθούν να ξεπεράσουμε τις οικονομικές μας δυσκολίες. Οι δικές τους οικονομικές παρεμβάσεις, αποβλέπουν στο να μας βοηθήσουν να πάρουμε τις σωστές και αποτελεσματικές αποφάσεις και ενέργειες, αυτές που θα έπρεπε να πάρουμε μόνοι μας, για να πετύχουμε την βελτίωση των οικονομικών δεικτών, για μια ελπίδα ανάπτυξης και αυτό το χαρακτηρίζουμε πιέσεις και εκβιασμούς, απλά για να δικαιολογήσουμε την δική μας ανεπάρκεια. Διανοείστε πως θα είμαστε αν δεν είμαστε στην Ε.Ε.; Χειρότερη και από την Αλβανία του Χότζα!
Αντί λοιπόν να κατηγορούμε τους ευεργέτες μας, διότι ευεργέτες μας είναι αυτοί που χωρίς υποχρέωση να μας βοηθούν και να προστρέχουν στις ανάγκες μας, πέραν της αλληλεγγύης που ενυπάρχει στην κοινή μας τύχη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ας εγκαταλείψουμε τις πομφόλυγες, ακόμη και τις ιδεοληψίες που επενεργούν ως τροχοπέδη στην όποια προσπάθεια δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών ανάπτυξης, και να επικεντρωθούμε στη θεμελίωση επενδυτικής εμπιστοσύνης, με την προσδοκία να γίνουν επενδύσεις, τη μόνη μας ελπίδα ανάπτυξης και προσδοκία βελτίωσης της οικονομικής μας καχεξίας. Υπάρχουν αρκετά επενδυτικά προγράμματα σε αναμονή, των οποίων η έναρξη είναι απολύτου προτεραιότητας. Η Κυβέρνηση ας σπεύσει να επιλύσει κάθε πρόβλημα και να άρει κάθε εμπόδιο ή πρόσχημα.
Η χώρα μας, η Ελλάδα μας, είναι μια ευλογημένη χώρα. Έχει πλούσιο έδαφος και υπέδαφος, έχει πλούσια θάλασσα και υποθαλάσσιο πλούτο, ακόμη και πλούσιο αέρα. Αν λοιπόν προγραμματίσουμε να εκμεταλλευτούμε, με σχέδιο, συνέπεια και αποτελεσματικότητα, κάθε μία από τις πιο πάνω πηγές, γρήγορα η Ελλάδα θα γίνει όχι μόνο αυτόνομη, χωρίς ανάγκη δανείων, αλλά και μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Ένα μικρό παράδειγμα είναι αυτό που ανέφερα σε προηγούμενο σημείωμά μου για τις Α.Π.Ε. ότι: Διεθνείς αναλυτές – μελετητές έχουν εκτιμήσει ότι η Ελλάδα είναι πλούσια σε ΑΠΕ όσο η Σαουδική Αραβία σε υδρογονάνθρακες. Μια αρχή μπορεί να γίνει αμέσως με την εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε όλα τα νησιά και έτσι να καταστούν αυτόνομα φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας, και με καθαρή ατμόσφαιρα. Η κυβέρνηση, το κράτος, μπορεί και πρέπει να τις επιβάλλει, χωρίς να χρειαστεί να τους χρεώνει με όλες τις επιπλέον κρατήσεις που πληρώνουμε τώρα όλοι μας γι’ αυτούς, διότι αρνούνται σε ορισμένα νησιά να δεχθούν τις ανεμογεννήτριες. Το πρόγραμμα αυτό μάλιστα, μπορεί να γίνει και από κρατικό φορέα, αν έτσι αποφασίσει η κυβέρνηση, δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται μεγάλους εμπορικούς ελιγμούς και προγραμματισμούς, αλλά και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στην εγκατάσταση. Μια ΣΔΙΤ ίσως να ήταν το καλύτερο, σε συνδυασμό και με την κατασκευή εδώ των ανεμογεννητριών.
Οι υπόλοιπες πηγές, σιγά -σιγά να προγραμματίζονται ή/και να προκηρύσσονται ή να εγκρίνονται προτάσεις ιδιωτικών επενδύσεων. Για τους υποθαλάσσιους υδρογονάνθρακες , έχει ήδη αρχίσει κάτι να κινείται στη δυτική Ελλάδα.