Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙ ΝΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΕΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ, ΘΕΣΜΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΕΤΣΙ, ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΝ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΟ ΑΠΟΓΑΛΑΚΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η έντονη δυσοσμία που αναδύεται από τον χώρο της Δικαιοσύνης το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την αναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, φέρνει στο προσκήνιο μία εξαιρετικά κρίσιμη συζήτηση, την ώρα ακριβώς που πρέπει να γίνει: την αναθεώρηση του Συντάγματος (και) ως προς τον τρόπο ανάδειξης των ανώτατων δικαστικών, καθώς μόνο έτσι θα τηρηθεί επιτέλους στην Ελλάδα η βασική διάκριση που ισχύει για όλες τις προηγμένες δυτικού τύπου Δημοκρατίες: η διάκριση των εξουσιών. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση έχει δείξει την πρόθεσή της να ποδηγετήσει τον θεσμό της Δικαιοσύνης, η βασική πρόκληση αναδεικνύεται για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αφού, λοιπόν, ο πρόεδρος της ΝΔ ομνύει στις μεταρρυθμίσεις του κράτους και των θεσμών, ιδού η Ρόδος: να θέσει επιτακτικά θέμα αναθεώρησης του αναχρονιστικού άρθρου 90 του Συντάγματος για να απογαλακτιστεί η ελληνική Δικαιοσύνη από κάθε λογής πολιτικές παρεμβάσεις. Έτσι, άλλωστε, θα αποδείξει ότι δεν μιλάει για την Δικαιοσύνη μόνο και μόνο για να ασκήσει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, αλλά ότι εννοεί αυτά που λέει και δεν θέλει να κάνει τα ίδια όταν αναλάβει ο ίδιος πρωθυπουργός…
Με αφορμή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφορικά με τη νομιμότητα και την συνταγματικότητα του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, όλα τα κακώς κείμενα που έχουν σωρευθεί επί δεκαετίες στον χώρο της Δικαιοσύνης έχουν βγει στην επιφάνεια. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις και από πολλούς, περισσεύει η υποκρισία, καθώς δεν είναι λίγοι όσοι… πέφτουν από τα σύννεφα για την δυσοσμία και την όζουσα ατμόσφαιρα στο χώρο της Δικαιοσύνης.
Η υποκρισία είναι τέτοια, ώστε οι δύο βασικοί αντίπαλοι στην πολιτική διαπάλη, δηλαδή η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, κατηγορούν η μία την άλλη με… κατηγορίες που ισχύουν και για τις δύο! Για παράδειγμα, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτηρίζει «αντισυνταγματικό» τον νόμο Παππά, τότε η κυβέρνηση τον κατηγορεί για «απόπειρα επηρεασμού του ΣτΕ». Ωστόσο, σε αντίστοιχες εκτιμήσεις έχει προχωρήσει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν έλεγε, από την ΔΕΘ, ότι «δεν δίνει ούτε μία πιθανότητα να κριθεί αντισυνταγματικός ο νόμος»! Η υποκρισία, μ’ άλλα λόγια, περισσεύει. Και η ακραία πολιτικοποίηση μίας υπόθεσης που πλέον έχει περάσει τα χέρια δικαστικών, αλλά και της ίδιας της νομικής επιστήμης, δείχνει ότι η Δικαιοσύνη σε αυτή τη χώρα δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητη. Για τον λόγο, αυτό, άλλωστε, βλέπουμε το τελευταίο διάστημα τις ντροπιαστικές αναφορές για την προσωπική ζωή ενός ανώτατου δικαστικού και ακούμε καταγγελίες για δικαστές «φιλικούς» προς την μία ή την άλλη πολιτική δύναμη. Πράγματι, το ΣτΕ είναι μοιρασμένο. Και αυτό ισχύει για όλα τα ανώτατα δικαστήρια, αφού η ίδια η φύση του πολιτικού συστήματος έχει «αναγκάσει» τους δικαστικούς να μπαίνουν σε πολιτικά στρατόπεδα, με σκοπό να προχωρήσουν στην καριέρα τους και να κατακτήσουν τις ανώτερες βαθμίδες και τα αξιώματα.
Αλλαγή ανάδειξης δικαστών τώρα!
Οι δικαστές, λοιπόν, μπαίνουν σε στρατόπεδα εξ ανάγκης -όπως περίπου γίνεται ατύπως με τους στρατιωτικούς που έχουν την φιλοδοξία να ηγηθούν των Σωμάτων του Στρατού ή του ΓΕΕΘΑ- επειδή οι ίδιοι οι πολιτικοί έχουν φροντίσει να… «παρακάμψουν» στην πράξη την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Γιατί, άραγε, πόσο ανεξάρτητος μπορεί να είναι ένας δικαστής όταν ξέρει ότι πρέπει να είναι αρεστός σε κάποιο πολιτικό κόμμα για να εξυπηρετήσει τις -θεμιτές- φιλοδοξίες του και πόσο ανεξάρτητος μπορεί να είναι όταν καταλαμβάνει μία θέση ανώτατου δικαστικού εξαιτίας της απόφασης κάποιου πολιτικού προσώπου; Η απάντηση είναι αυτονόητη: δεν μπορεί να είναι…
Και αυτό οφείλεται στο άρθρο 90 του Συντάγματος, και συγκεκριμένα στην παράγραφο 5, που ορίζει ότι «οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου». Ομοίως, το Σύνταγμα, στην ίδια παράγραφο, ορίζει ότι το ίδιο ισχύει για την προαγωγή στην θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την θέση του γενικού επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και για τις θέσεις του γενικού επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων. Πρέπει, μ’ άλλα λόγια, για όλες τις προαναφερθείσες θέσεις, να κάνει πρόταση το υπουργικό συμβούλιο: κάτι που, πρακτικά, σημαίνει ότι τους διορίζει ο πρωθυπουργός. Και φυσικά, αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το άρθρο 26 του Συντάγματος, με τις τρεις παραγράφους του οποίου υποτίθεται ότι διασφαλίζεται η διάκριση των εξουσιών: της δικαστικής, της εκτελεστικής και της νομοθετικής.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η Δικαιοσύνη μπορεί να θεωρείται τυφλή, αλλά βλέπει -και, μάλιστα, βλέπει πολύ καλά. Απλώς, λόγω της ανεπάρκειας των υπαρχουσών διατάξεων του Συντάγματος, βλέπει με κομματικές και πολιτικές παρωπίδες.
ΟΣΟ ΙΣΧΥΕΙ ΤΟ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ 90 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΝΑ ΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΗΓΕΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟΣΟ ΘΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΥ, ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Κύρια πρόκληση
Ωστόσο, η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι, ως γνωστόν, δουλειά μόνο μίας κυβέρνησης ή μόνο μίας πολιτικής δύναμης. Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος θα ξεκινήσει εντός ολίγων μηνών απ’ αυτή τη Βουλή και θα ολοκληρωθεί από την επόμενη. Συγκεκριμένα, σε αυτή την Βουλή θα αποφασιστούν οι αναθεωρητέες διατάξεις και στην επόμενη Βουλή θα «κλειδώσει» το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι αν η παράγραφος 5 του άρθρου 90 δεν παραπεμφθεί από την παρούσα Βουλή προς αναθεώρηση, τότε η επόμενη Βουλή δεν θα μπορέσει να την αλλάξει, η κυβέρνηση υποχρεούται, στην εισήγησή της για την αναθεώρηση, να προτείνει την παραπομπή της εν λόγω παραγράφου προς αναθεώρηση. Ταυτόχρονα, ακόμη μεγαλύτερη υποχρέωση -για την ακρίβεια, η βασική υποχρέωση- προκύπτει για τον Κυριάκο Μητσοτάκη: ο πρόεδρος της ΝΔ διαρκώς βάλλει κατά της κυβέρνησης, κατηγορώντας την για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη. Άρα, αν όντως εννοεί όσα λέει, ας θέσει στον δημόσιο διάλογο την ανάγκη αναθεώρησης των διατάξεων για την ανάδειξη των ανώτατων δικαστικών. Μόνο έτσι θα αποδείξει ότι η αγωνία του για την Δικαιοσύνη είναι ειλικρινής -σε διαφορετική περίπτωση, θα αποδειχθεί ότι ασκεί τώρα την κλασική αντιπολίτευση για να… κάνει κι αυτός τα ίδια και να διορίσει τους δικαστές της αρεσκείας του όταν έρθει η ώρα του να κυβερνήσει.
Σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου, οι δικαστές αποφασίζουν μόνοι τους για τα του οίκου τους. Ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα από δικαστές εκλέγει τους δικαστές που τοποθετούνται στις ανώτατες θέσεις και έτσι, αυτοί είναι υπόλογοι μόνο στους συναδέλφους τους και στην κοινωνία. Τότε και μόνο τότε μπορούν να κάνουν ανεπηρέαστοι τη δουλειά τους. Ειδάλλως, οι κομματικές παρωπίδες θα συνεχίσουν για πολλά χρόνια ακόμη να τυραννούν τον χώρο της Δικαιοσύνης, αν χαθεί και αυτή η ευκαιρία της συνταγματικής αναθεώρησης.