ΠΟΛΙΤΙΚΗ / ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ / ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ / ΥΓΕΙΑ / ΕΠΙΣΤΗΜΗ

article

Μοναστήρια και έρωτες

σε Ελλάδα/Ιστορικά/Πολιτισμός

«Κυνηγός που κυνηγούσε μες στα δάση μια φορά / έτυχε να συναντήσει μια μικρή καλογριά. / Καλογραία μου, της λέει τ’ όνομά σου επιθυμώ, / τ’ όνομά σου κι ας πεθάνω στο ερημοκλήσ’ αυτό. / Τ’ όνομά μου δε στο λέω, γιατί θα με λυπηθείς, / επειδή ’σουν η αιτία καλογραία να με δεις. / Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση μια ελιά, / εκεί μέσα είν’ θαμμένη μια μικρή καλογριά»…

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ

Το αδημοσίευτο μέχρι σήμερα αυτό δημοτικό τραγούδι «Του κυνηγού και της καλόγριας», αποθησαύρισε η δικηγόρος Αλεξάνδρα Βαβέτση, εκ Πέτα Άρτης ορμωμένη. Η δύναμη του έρωτα, κάποιες φορές είναι πιο ισχυρή από τη δύναμη της πίστης. Ο ποιητής λαός στιχούργησε και τραγούδησε τραγούδια, που αναφέρονται σε έρωτες καλογέρων και καλογριών. Τα πιο πολλά από αυτά τα τραγούδια αναφέρονται σε έρωτες ξαφνικούς καλογέρων, οι οποίοι παρατούν το μοναστήρι και ορμούν στην κανονική ζωή φωνάζοντας: «–Σύρτε, σταυροί στην εκκλησιά, ράσα στα μοναστήρια». Η κόρη που δεν ευτύχησε στον έρωτά της, δεν στέργει στον όποιον γάμο, σκέπτεται το μοναστήρι και απαντά στη μάνα της: «…μάνα μου, δεν παντρεύομαι, μάνα μ’ δε θέλω άντρα, / θέλω να γίνω καλογριά, να πάω σε μοναστήρι, / κερί ν’ ανάβω του Χριστού της Παναγιάς καντήλι…».
Η παντρεμένη παπαδιά παρατάει και παπά και παιδιά και «τρέχει πίσω από ’να νιον σαν όρνιθα στο πέτο». Στον παπά που διαμαρτύρεται απαντά: «…–Γύρνα παπά μου σπίτι σου, γύρνα και στα παιδιά μας, / κι εκεί θα βρεις και τα ιερά να πας να λειτουργήσεις, / κι εγώ θα πάν’ αντίπερα να μάσω τα βαμπάκια». Η ωραία καλόγρια στο μοναστήρι είχε και τρεις ψυχοκόρες όμορφες. Η φήμη τους ξεπέρασε της εκκλησιάς την πόρτα κι απλώθηκε στα χωριά:
«Ένας λεβέντης, λέβεντος, όμορφο παλληκάρι, / μήλο κρατεί στο χέρι του, λεμόνι στην ποδιά του, / σκύφτει φιλεί το μήλο του, ρωτάει το λεμόνι. / – Λεμόνι, λεμονάκι μου, θέλω να γυναικίσω. / – Λεβέντ’ αν θέλεις σύντροφο, αν θέλεις και γυναίκα, / στο Μοναστήρι το ψηλό, με τα μεγάλ’ ανώγεια / εκ’ είναι μια καλογριά, πώχει τρεις ψυχοκόρες. / Πανάγω κράζουνε τη μια, την άλλη λένε Δέσπω, / την τρίτη, τη μικρότερη, Θανάσω μαυρομάτα, / που κοσκινίζει το φλωρί και το μαργαριτάρι / και τ’ αποκοσκινίσματα στον κόρφο της τα βάνει, / για να μυρίζ’ ο κόρφος της χειμών’ και καλοκαίρι, / το καλοκαίρι για δροσιά, για ζέστη το χειμώνα / και την καλή την άνοιξη, για γιούτσια, για λουλούδια».
Στην περιοχή των Σαλώνων (Άμφισσας) καλόγρια ερωτεύεται τον θεριστή, ο οποίος τραγουδούσε γλυκά, εγκαταλείπει τη μοναστική ζωή και τον ακολουθεί στην έξω ζωή: «Πήρα το δρεπανάκι μου κι επήγα να θερίσω, / μαύρα μάτια να φιλήσω. / Όλη τη νύχτα θέριζα μ’ ένα ψηλό τραγούδι, / μ’ ένα κόκκινο λουλούδι. / Κι εξύπνησα τα Σάλωνα και τα περίχωρ’ όλα, / και τα κορίτσια όλα. / Κι εξύπνησα μια καλογριά μέσ’ από το κελί της, / πώκανε την προσευχή της. / Σκύφτει, πετάει τα ράσα της, κόφτει τα κομπολόγια / κι αρχινάει τα μοιρολόγια. / – Σύρτε, σταυροί στην εκκλησιά, ράσα στα μοναστήρια, / να την είχαν φάει τα φίδια, / κι εγώ θα πάω να παντρευτώ, να πάρω λεβεντάκι, / να μου σφίγγει το κορμάκι». Συμβαίνει ενίοτε ο πνευματικός να ξελογιάζει τα μικρά κορίτσια. Είναι η δύναμη της επιβολής της ενδύσεως σε συνδυασμό με την πνευματική παρουσία. Στο τραγούδι που ακολουθεί σκιαγραφείται η σχέση κάποιων μοναχών και μικρών κοριτσιών: «Κάτου σε γιαλό, κάτου σε περιγιάλι, / κόρ’ αγάπησα δώδεκα χρονώ ήταν. / Μήνες έτρεχα στα βρόχια να την βάλω, / δε μου βόλεσε να την γλυκοφιλήσω, / και μ’ ωρμήνεψαν τα συνομήλικά μου: / Έβγα σε βουνό, σ’ ένα μαρμαροβούνι, / φτιάσε μια ’κκλησιά, ένα άγιο μοναστήρι, / βάλε σήμαντρα, βάλε και καλογέρους. / Σήμαντρα βαρούν, τραβάν’ τα παλληκάρια, / τρέχουν όμορφες, ξανθές, μικρά κορίτσια, / στον πνευματικό να τα ξεμολογήσει. / Ήρθε μοναχό και το μικρό κορίτσι / κι έτρεξε να πιεί νερό από την κρύα βρύση. / – Στάσου, μπρε μικρό να σε ξεμολογήσω / κι έπειτα περνάς να πιείς και να χορτάσεις / γιατί χάλασεν η κάνουλα της βρύσης…».
Η παρθενία παλιά ήταν αξία ηθική ύψιστη. Ήταν προσβολή για τον γαμβρό να διαπιστώσει την νύχτα του γάμου την έλλειψή της. Το τραγούδι που ακολουθεί αναφέρεται σε απώλεια της παρθενίας από δράση καλογέρου:
«Στου Νάκα τ’ άργανα λαλούν, στου Νάκα τα παιχνίδια, / ο Κώστας επαντρεύονταν, πήρε παπαδοπούλα. / Λαλούν παιχνίδια και βροντάν ντουφέκια, καρυοφίλια, / χορεύουνε και τραγουδούν και τρών’ και συχνοπίνουν. / Το βράδ’ όντας επλάγιασεν, ο Κωνσταντής, ο μαύρος, / την νύφη δεν την φίλησε, την ηύρε φιλημένη. / – Κόρη μου, ποιος σε φίλησε; ποιος σ’ έχει φιλημένη; / – Αντά ήμουν μικρούτσικη, δέκα χρονών κορίτσι, / μ’ έστειλαν στον πνευματικό να με ξεμολογήσει… / κι έσκυψε και με φίλησε… και μ’ ηύρες φιλημένη!».

Η ερωτευμένη καλόγρια εξέρχεται λάθρα του μοναστηριού για να συναντήσει τον αγαπημένο της, τον Μιχαλάκη, τον Χαζόπουλο, αλλά αυτός την αποφεύγει επί δύο εβδομάδες:
«Κάτου στα βλαχοπλατάνια και στην Παναγιά, / σταύρωσαν δυο παλληκάρια και μια λυγερή / εις τα μαύρα φορεμένη κι ολοσκέπαστη, / όπου πήγαινε στου φίλου τα μεσάνυχτα. / – Τ’ έχεις κόρη, κι είσαι μαύρη, κι είσαι μοναχή• / μήνα ίσκιος σ’ ακλουθάει, μήνα φάντασμα; / – Ούτε ίσκιος μ’ ακλουθάει, κι ούτε φάντασμα, / με τραβάει ο Μιχαλάκης, το Χαζόπουλο, / δυο βδομάδες δεν τον είδα, δε μ’ εζύγωσε. / – Σύρτε, φέρτε μου τον πούστη, το βελετζενά / να τον δείρω στο κεφάλι με τριαντάφυλλα, / να τον δείρω και στα χέρια με βασιλικό, / να του κλείσω και το στόμα με τη ζάχαρη». Άλλη μοναχή, έξω από τα «ειωθότα» καλεί ένα παλικαράκι στο κελί της, στο μοναστήρι, το οποίο, ως φαίνεται ήταν πλούσιο, για ερωτική ομιλία:
«…Κάτω στην Αγιά Μαρίνα και στην Παναγιά, / δώδεκα χρονώ κορίτσι γίνηκε καλογριά, / με σταυρό, με κομπολόγι, πάν’ στην εκκλησιά / κι ούδε το σταυρό της κάνει, κι ούδε προσκυνά. / Τα παλληκαράκια βλέπει, με πολύν καϋμό, / βγήκε μέσ’ στο σταυροδρόμι και κρασί πουλεί, / διάβηκ’ ένας, διάβηκ’ άλλος, διάβηκα κι εγώ. / – Καλή μέρα σου, καλόγρια, και αμέ τι πουλείς; / – Και κρασί πουλώ, λεβέντη, και καλό ρακί. / – Καλογριά μου σαν μεθύσω, πού θα κοιμηθώ; / – Παλληκάρι μ’ αν μεθύσεις έλα στο κελί, / πόχω πέρδικα ψημένη και γλυκό κρασί, / πόχω πάπλωμα στρωμένο και χρυσό χαλί, / που είμαι κόρη και κοιμούμαι μόν’ και μοναχή / για να φάμε και να πιούμε και να παίξουμε, / να φιλήσεις, ν’ αγκαλιάσεις καλογριάς κορμί. / – Τσώπα, τσώπα καλογριά μου κι είναι αντροπή. / – Αντροπή ’ναι στα κορίτσια και στις όμορφες, / και σ’ εμένα την καλόγρια δεν είναι αντροπή, / που είμαι στα ράσα τυλιγμένη σα χλωρό τυρί…». Ο λαός με τη σοφία που διαθέτει δεν άφησε στο απυρόβλητο και στο ανέλεγκτο τους έρωτες των μοναστηρίων.

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

*

Πρόσφατα από Ελλάδα

Go to Top