Μόνον ο Χρυσόστομος της Σμύρνης, ο μεγάλος εθνομάρτυρας του 1922, μπορεί να συγκριθεί με τον Επίσκοπο Γερμανό Καραβαγγέλη, ως προς τη φλόγα της εθνικής πνοής και την εθνική προσφορά…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου 1866, από πατέρα Ψαριανό. Μεγάλωσε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, όπου η οικογένειά του εγκαταστάθηκε. Ευφυής και φιλομαθής διακρίνεται από τον Μητροπολίτη Εφέσου Αγαθάγγελο, ο οποίος τον στέλνει για σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Πόλη, τις οποίες ολοκληρώνει με άριστα το 1888. Αμέσως χειροτονείται από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ διάκονος, με το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Σχολής Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Σπουδάζει φιλοσοφία στη Λειψία και στη Βόννη. Ανακηρύσσεται διδάκτωρ και διορίζεται (1891) καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Επίσκοπος Χαριουπόλεως (Πέραν) το 1896 και Μητροπολίτης Καστοριάς (1900). Μέχρι το 1908 αναπτύσσει ύπατη εθνική δράση, αναπτερώνοντας το ηθικό των Ελλήνων και εμψυχώνοντας αυτούς, στους καιρούς που η Βουλγαρική Εξαρχία επιχειρούσε τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία και οι Κομιτατζήδες είχαν επιδοθεί σε σφαγιασμούς του πληθυσμού. Γίνεται η ψυχή των Ελλήνων της Μακεδονίας και ο μεγαλύτερος εχθρός του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Συγκροτεί, εξοπλίζει και εμψυχώνει αντάρτικα τμήματα προστασίας του ελληνικού πληθυσμού. Συνεργάζεται με τους πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δηληγιάννη. Μετά τις σφαγές και τις καταστροφές των Ελλήνων ρίχνει και υψώνει το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει». Μαζί με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, οργανώνει αντίποινα και εκδίκηση για τις σφαγές. Για τα αντίποινα στο Γορίτσανι σημειώνει ο ίδιος, ο Γερμανός Καραβαγγέλης: «Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια… Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες, κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί-πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογό τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί…». Είχε εν τοις πράγμασι καταστεί ηγέτης του αντιβουλγαρικού ανταρτικού κινήματος και κατηγορήθηκε (άδικα και άμετρα τις περισσότερες φορές) για διάφορα έκτροπα, πάντως δευτερογενή και αναπότρεπτα. Γράφει ο ίδιος: «Οι αντάρτικες ομάδες μεγάλωναν και αυξάνονταν συνεχώς (παραθέτονται τα ονόματα 30 Κρητών που ήταν επικεφαλής τέτοιων ομάδων). Διατηρούσα μαζί τους τακτική επαφή, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου και των μητροπολιτών. Συναντιόμουν προσωπικά μαζί τους και τους συμβούλευα να σκοτώνουν όλους τους ιερείς και Βούλγαρους δασκάλους». Χωριά μεγάλα, όπως η Ρούλια, το Τίρνοβο, η Τίρσια, το Χαρβέτσι, αποχωρίστηκαν από την Εξαρχία και γύρισαν στο Πατριαρχείο. Τα Χριστούγεννα του 1901 στη Ζαγορίτσανη συγκρούστηκε προσωπικά με τους εξαρχικούς Βούλγαρους, τους πήρε τα κλειδιά της εκκλησίας, συνοδευόμενος από δικούς του αντάρτες και με τα όπλα στα χέρια μπήκε και λειτούργησε! Ο Τσακαλάρωφ και ο Μήτρο Βλάχος ήταν παρόντες και παρακινούσαν τους χωρικούς να φωνάξουν: «Οι Γραικομάνοι να τελειώνουν». Ωστόσο, δεν τόλμησαν να κτυπήσουν τον Ιεράρχη κι έτσι επιβλήθηκε. Κατόρθωσε ν’ ανοίξει γραμμή επικοινωνίας και συνεργασίας με τους τοπικούς αρχηγούς Παύλο Κύρου και Κώτα, τον παλιό κλέφτη Δημ. Νταλίπη, τον Σίμο Στογιάννη, τον Βασίλη Ράμο, τον Γκράτσο κ.ά. Κατόρθωσε ο Καραβαγγέλης να κινηθεί με λεπτές ισορροπίες στην εξέγερση του Ίλιντεν, γιατί πολλοί άνθρωποι της υπαίθρου χώρας έλαβαν μέρος, αφού σαλπίσματα ελευθερίας και φωνές κατά των Τούρκων ακούστηκαν. Ακόμη και ο Κώτας έλαβε μέρος, αλλά με τον δικό του τρόπο. Ωστόσο, αν και συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους, πείστηκε από τον Γερμανό Καραβαγγέλη να ενισχύσει τον ελληνικό αγώνα στη Μακεδονία. Στην εξέγερση αυτή ο Καραβαγγέλης στήριξε τους Τούρκους, για τους δικούς του λόγους. Η Αθήνα, ως εθνικό κέντρο ανησύχησε. Ο Ιεράρχης προφητικά δήλωσε στον H. Brailsford σε μια από τις συναντήσεις τους μετά από την επανάσταση του Ίλιντεν: «Η συμμαχία μας με τους Τούρκους είναι προσωρινή. Θα έρθει η μεγάλη μέρα όταν ο Ελληνισμός θα προβάλει τα δικαιώματά του. Αλλά πρώτης προτεραιότητας είναι η ανάγκη συντριβής των Βουλγάρων». Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε, με επιμονή στο Πατριαρχείο, την μετακίνηση του Γερμανού όπου και εξελέγη και ανέλαβε Μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμασείας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917, για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Αργότερα το 1924 ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη. Πέθανε πάμφτωχος στη Βιέννη της Αυστρίας στις 11 Φεβρουαρίου 1935. Έγραψε Απομνημονεύματα για τον Μακεδονικό Αγώνα, χρήσιμα σε κάθε μελετητή και σε κάθε απλό Έλληνα. Εκδόθηκαν το 1959 από την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών». Ανδριάντας του κοσμεί κεντρική πλατεία της Καστοριάς. Το 1959 μεταφέρθηκαν τα οστά του από τη Βιέννη, με δαπάνη και επιμέλεια του «Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» και της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», με τιμητική συνοδεία στη Θεσ/κη κι έπειτα στην Καστοριά. Τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη κάτω από το άγαλμά του. Δεν απέχει πολύ από την ιστορική αλήθεια να ειπεί κανείς ότι άνευ της παρουσίας και δράσεως του Γερμανού Καραβαγγέλη στη Μακεδονία, η ελληνικότητά της δεν θα ήταν δεδομένη.