Ο πολιτισμός στον πλανήτη μας έκανε μία μεγάλη στροφή περίπου 250 χρόνια πριν, στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης και από τότε επιταχύνεται. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η επίδραση της στροφής αυτής στην ανθρωπότητα, είναι ισοδύναμη με την ανακάλυψη της φωτιάς…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΧΑΤΖΟΥΔΗ
ΠΡΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΚΕΦΕ «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ»
Οι τεράστιες συνέπειες της βιομηχανικής δραστηριότητας, θετική ή αρνητική, δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν για πολλά χρόνια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η κατανάλωση ενέργειας είναι υψηλότερη παρά ποτέ, και η ανάγκη σε υλικά, σχετικά με το έτος 1900, όπως αυτά μετριούνται με τα δεδομένα της εξορυκτικής παραγωγής, έχουν αυξηθεί κατά συντελεστή από τρεις μέχρι 6000, ανάλογα με το είδος του μετάλλου. Αυξάνονται επίσης τα νούμερα του πληθυσμού που καταναλώνουν αυτά τα υλικά. Βρισκόμαστε με άλλα λόγια στην πρώτη γεωλογική εποχή, κατά την οποία η ανθρώπινη δραστηριότητα φαίνεται να έχει επίδραση στο οικολογικό σύστημα της Γης. Με την εικόνα αυτή ορατή, προκύπτουν ερωτήματα: Για πόσο ακόμη διάστημα μπορεί η οικονομική ανάπτυξη και η ζήτηση για αγαθά να διατηρηθεί; Και μπορεί η ανθρώπινη ευφυΐα η οποία άρχισε την βιομηχανική επανάσταση να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της;
Υπάρχει μπροστά μας ένα μεγάλο και σοβαρό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Μία απάντηση έρχεται από μία προσπάθεια ενός νέου και εκτεταμένου ερευνητικού πεδίου, στο οποίο έχει δοθεί το όνομα ‘υλικά για διατηρήσιμη ανάπτυξη. Το πεδίο αυτό, θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Τα «υλικά για διατηρήσιμη ανάπτυξη» βρίσκονται σε μία αλληλεπίδραση της επιστήμης των υλικών, της μηχανικής και της διατηρισημότητας. Και χαρακτηρίζονται από τεράστιες ποσότητες και κλίμακες ενέργειας. Έχουν πολυπλοκότητα και απαιτούν για να αντιμετωπισθούν, την συνεργασία επιστημόνων, βιομηχανικών οικολόγων, μηχανικών, οικονομολόγων, κοινωνιολόγων, και ειδικούς της δημόσιας διοίκησης. Τέλος μία μεθοδολογία για την ποσοτική εκτίμηση της ενέργειας, των υλικών και των διαθεσίμων υδάτων.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, θα απαντηθεί η συνεργασία ολόκληρης της επιστημονικής κοινότητας καθώς και των κυβερνήσεων, γιατί τα αποθέματα του πλανήτη μας δεν είναι άπειρα, και υπάρχουν μόνον λίγες πηγές ανανεώσιμης ενέργειας. Λίγο πριν χρησιμοποίησα τη λέξη διατηρήσιμη (θα μπορούσα να πω και υποστηρικτική) για τα υλικά, και τώρα τη λέξη ανανεώσιμη για την ενέργεια. Πρόκειται για την ίδια αγγλική λέξη sustainable η οποία κατά πολλούς ερευνητές, υπέρ χρησιμοποιείται χωρίς πάντοτε με επιτυχία. Εξ αιτίας της πολυπλοκότητας των προβλημάτων, της κλίμακας, και το πλήθος των όρων που χρησιμοποιούνται, η ανανεώσιμη ανάπτυξη δεν είναι απλή υπόθεση. Ακόμη και ειδικοί στο πεδίο αυτό, έχουν πρόβλημα με τους ορισμούς.
Το θέμα είναι, ότι ο σύνδεσμος μεταξύ ανανεώσιμης (διατηρήσιμης), ανάπτυξης και της επιστήμης των υλικών είναι τεράστιος και περιλαμβάνει συντήρηση, αντικατάσταση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, ενέργεια και κυρίως εναλλακτικές τεχνολογίες ενέργειες, και διαχείριση ανεπιθύμητων επιπτώσεων στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου. Ως προς την επίδραση στο περιβάλλον, αρκεί να σημειωθεί ότι πέντε υλικά, ο χάλυβας, το τσιμέντο, το αλουμίνιο, τα πλαστικά και το χαρτί, ευθύνονται για το 50% όλων βιομηχανικών εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Από την άλλη πλευρά, από πολλά κρίσιμα στοιχεία, όπως οι σπάνιες γαίες, η ανακύκλωση, είναι μικρότερη του 1% και τα ηλεκτρονικά απόβλητα, από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, συσκευές τηλεόρασης κλπ, είναι πλουσιότερα σε πολλά ακριβά και κρίσιμα στοιχεία, απ’ ότι στα ορυχεία από τα οποία προήλθαν αρχικά.
Η αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, απαιτεί την συνεργασία πολλών ειδικοτήτων, και ιδιαίτερα της βιομηχανίας, των κυβερνήσεων, της ακαδημαϊκής κοινότητας, και το ενδιαφέρον των σπουδαστών στα θέματα αυτά. Αυτό που ονομάστηκε «πράσινη ανάπτυξη» θέλει διευκρίνηση και προ πάντων συλλογική σκληρή εργασία. Σε όλους τους τομείς δραστηριότητας του ανθρώπου.
Εκτός και αν στην ανθρωπότητα βολεύει εκείνον το διάσημο «apres moi la deluse».