«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι Καλοκαίρι, / τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια, / τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…»
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Στενότατος υπήρξε ανέκαθεν ο δεσμός της λαϊκής ψυχής και των λουλουδιών, των αείχρονων ωραίων συμβόλων του κάλλους, της αγιότητος, της ημερότητος, της αρμονίας και της χαράς, με τα οποία τελειούται πνευματικώς ο ύψιστος βαθμός της ψυχικής επιδόσεως. Αγαπάει ο λαϊκός τραγουδιστής της ελεύθερης κι αμόλευτης υπαίθρου χώρας την πλάση, αγαπάει τα λουλούδια. Η παρουσία της πλάσης και των λουλουδιών, βγαίνει από μία ανάγκη, που υπηρετεί τη ζωή, ακόμη και το θάνατο (μοιρολόγια), όχι μόνον σαν απλή εικόνα, παρομοίωση ή στολίδι. Ο ξενιτεμένος έχει καημό για την γλυκειά πατρίδα πιο πολύ την άνοιξη με τα λουλούδια, μαραζώνει και λέει της εισαγωγής το τραγούδι.
Η κόρη της οποίας ο αγαπημένος βρίσκεται στην πικρή ξενιτειά χάνεται και μαραζώνει στα λουλούδια του παραθύρου της, σβήνει μαζί με αυτά: «Νεραντζούλα φουντωμένη, / πού είναι τ’ άνθη σου, / πού είναι η πρώτη σου ομορφάδα / και τα κάλλη σου; / – Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα τίναξε, / κ’ η φουρτούνα του πελάγου τ’ αποχάλασε…». Ο νέος της Ηπείρου που προσεγγίζει την πανωραία νέα κ’ ελπίζει στον έρωτά της τραγουδάει: «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ, μωρ’ Γιαννωτοπούλα μου, / μου λένε να το βάψω. / Κι αν το πετύχω στη βαφή πολλές καρδιές θα κάψω». Ο νέος που έχει αμφιβολίες για τον έρωτα της αγαπημένης του, με παράπονο της λέει: «Τριανταφυλάκι μ’ κόκκινο, / μήλο μου μυρωδάτο, / να σε φιλώ μαραίνεσαι, / να σε κρατώ κλονειέσαι, / βάνω σε στην αγκάλη μου / και λαχταρεί η καρδιά σου…». Κόκκινο τριαντάφυλλο είναι πάντα η ωραία κόρη. Αυτή πολλές φορές φοβάται να εκφράσει τον πόνο της στους ανθρώπους και τον μοιράζεται με το φεγγάρι, τα πουλιά και τα περιβόλια της: «Φεγγάρι μου που ’σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις, / πουλάκια που είστε στα κλαριά και στις κοντοραχούλες, / και σεις περιβολάκια μου με το πολύ το άνθι, / μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύστη της αγάπης;». Αλλού τραγουδούν: «Βασιλικός μυρίζει εδώ, κάποια τον έχει στο λαιμό. / Τον έχει η τσούπρα του παπά, περιπλεγμένον στα μαλλιά…». Από πολύ μακριά μπορεί να έρθει ο νέος, να φέρει λουλούδια στην αγαπημένη του: «Ξύπνα περδικομάτα μου, κι’ ήρθα στη γειτονιά σου, / χρυσά λουλούδια σου ’φερα, / να πλέξεις στα μαλλιά σου…». Τα αθώα λουλούδια επικαλείται η μάνα στο νανούρισμα του αγνού παιδιού της: «Ύπνε μου, κ’ έπαρέ μου το, / κι άμε το στα περβόλια, / και την ποδιά του γέμισε / τριαντάφυλλα και ρόδα. / Τα ρόδα να ’ν’ της μάνας του, / τα μήλα του κυρού του, / και τ’ άσπρα τριαντάφυλλα / να ’ναι του σάντουλού του» (santolo = νονός). Στα τραγούδια του Ακριτικού κύκλου, στα Κλέφτικα και στις Παραλογές, ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά τα λουλούδια. Στην παραλογή «Της κουμπάρας πόγινε νύφη», που τιμάται η δύναμη και η συνέχεια της πρώτης αγάπης, η νέα που εγκαταλείφθηκε όχι με θέληση του αγαπημένου της, αλλά των γονιών του, τραγουδάει: «Εγώ και μήνες και καιρούς / τον αγαπώ δεν είδα. / Τώρα τον βλέπω κ’ έρχεται / κάτω σ’ ανήλιο κάμπο, / άνθη τον τριγυρίζουνε / και μόσχοι τον μυρίζουν, / και τα σγουρά του τα μαλλιά / το νου μου συνεπήραν…». Μια άλλη νέα ανακοινώνει στη μάνα της ότι θα πάει μακριά, να στεφανωθεί τον αγαπημένο της και παίρνει την απάντηση της μάνας: «Σύρε, παιδί μου, στο καλό / και στην καλή την ώρα/ και να γιομίσει η στράτα σου / τριαντάφυλλα και ρόδα…». Και το βασικό, οργανικό στοιχείο του λουλουδιού εύρηται και σ’ άλλες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, στην προβολή των οποίων ο λαϊκός ποιητής θυμάται πάντα τα λουλούδια και τα κάνει εικόνα. Όταν η χιλιοστολισμένη κόρη πάει στην εκκλησία «ν’ αρραβοστεφανώσει» ο απλός ποιητής λαός της άδει: «Στο δρόμο όπου πήγαινε / τα μονοπάτια ανθούσαν. / Βάγιες την πάνε από μπρος, / και βάγιες από πίσω / και βάγιες απ’ τα δυο πλευρά / να μην την πιάσει ο ήλιος». Τα λουλούδια έχουν και ιδιότητες μεθυστικές και φέρουν τον ύπνο, κάνοντας τον άνθρωπο ν’ απολησμονιέται και χάνει την αγάπη του: «Ο δυόσμος κ’ ο βασιλικός και το μακεδονίσι, / πάν’ τα ματάκια μ’ βρύση, / ν’ αυτά μ’ αποκοιμήσανε και μου ’φυγε η αγάπη / κοντούλα και γιομάτη. / Παίρνω τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας, / το Θεό παρακαλώντας: / Μην είδες την αγάπη μου, την αγαπητικιά μου / τη φλόγα της καρδιάς μου; / Εψές την είδα σ’ αργαλειό, στον αργαλειό να υφαίνει, / κ’ εμένα δεν μου κρένει. / Υφαίνει τα μεταξωτά, υφαίνει τα λαχούρια, γειά σου αγάπη μου καινούργια». Ένα άλλο αριστουργηματικό λυρικό τραγούδι μιλάει για τα λουλούδια: «Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια, / όλον τον κόσμο εγέμισες λουλούδια και καλούδια». Αποφεύγει ο ποιητής λαός να περιγράψει την ομορφιά του λουλουδιού. Είναι ο υποσυνείδητος κληρονόμος του αρχαίου τραγουδιστή, που κατόρθωσε και ξέφυγε την περιγραφή της ωραιότερης γυναίκας του αρχαίου κόσμου και ο μιμητής του γλύπτη, που κρύβει το πρόσωπο του Αγαμέμνονα, σιμά στην καταδικασμένη Ιφιγένεια: «Τη στράτα σου νεφύτεψα μηλιές και κυδωνίτσες / και νερατζούλες και κιτριές και δάφνες και μυρσίνες». Η όμορφη γυναίκα διαβαίνει, ταράσσει τους άνδρες και μοσχοβολάει: «Σέρνουν τα πασουμάκια της του Μάη τα λουλούδια». Τα λουλούδια αυτοπροβάλλονται, καυχώνται, αλλά στο τέλος ο άγνωστος λαϊκός ποιητής θα ρητορεύσει το απόλυτο δίκιο, την υπεροχή και την κυριαρχία του τριαντάφυλλου: «Σωπάτε, βρωμολούλουδα, και σεις βρωμοβοτάνια, / τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσχομυρωδάτο, / τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, της άνοιξης στολίδι, / που το χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, / το Μάη τον μήνα φαίνομαι σε νιου γαμπρού κεφάλι, / σε παντρεμένης γόνατα, στου κοριτσιού τον κόρφο, / στης χήρας το προσκέφαλο βραδυάζω, ξημερώνω». Στον απαλό ίσκιο του λουλουδιού βλέπει κανείς ωραία όνειρα: «Στης μαντζουράνας τον ανθό έπεσα ν’ αποκοιμηθώ. / Κ’ είδα όνειρο μεγάλο… / Παντρεύουν την αγάπη μου για πείσμα για γινάτι μου / και της δίνουν τον εχθρό μου, για το πείσμα το δικό μου…».
Λόγιοι ποιητές ακολούθησαν τους λαϊκούς κι ασχολήθηκαν με τα λουλούδια: Πρώτος και καλύτερος ο Παλαμάς, ο Δροσίνης κι ο Πολέμης γεμίζουν με ρόδα, γαρύφαλλα και μενεξέδες, ο αρχοντικός Μαλακάσης μοσχομυρίζει κρίνα, ο Μαρκοράς και ο Αχιλλέας Παράσχος, ο Πάλλης, ο Εφταλιώτης, ο Βλαστός, ο Μαγκάκης, ο Πορφύρας, ο Ουράνης, ο Καβάφης, η Πολυδούρη «πλουσίως έθυσαν εις τα άνθη». Και κορυφαίος πάντα ο Σολωμός: «Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός κ’ ευθύς εγέμισε άνθη», «Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο», «Η Φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα / και με τη σκιά που φούντωσε και κλειεί δροσιές και μόσκους…», «Τριαντάφυλλα ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα», «και ρόδο μέσα μου πολύ, κρίνος πολύς ανθίζει»…