«Αλαφροΐσκιωτε, καλέ, για πες απόψε τι είδες: Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», Διονύσιος Σολωμός. Ο πειρασμός 16.
«Δένετ’ απ’ τα μάγια σου κι από τα ροδοκάλια σου», Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη Ζωή.
«Τις γαρ ωδή δύναται μαγεύσαι τον έρωτα;», Λουκιανός…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΠΟΙΗΤΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Η δημιουργία μαγιών από ειδικούς ανθρώπους, διά τεχνασμάτων, μαγγανειών κ.λπ., είναι παλαιά υπόθεση, που ευρίσκει έρεισμα στα προϊστορικά χρόνια. Στα χρόνια του Χριστιανισμού η κατάσταση απλώς μεταλλάχθηκε και έχουμε συμμετοχή δυνάμεων αγίων κ.λπ. στα δρώμενα της μαγείας. Κάποιοι «δένουν» τα μάγια, που φτιάχνουν από οστά νυχτερίδας, από πράγματά του προς μαγεία ατόμου, τα ρίχνουν σε απρόσιτα μέρη ή πηγάδια και κάποιοι άλλοι (οι καλοί) μάγοι τα «λύνουν». Έτσι, λοιπόν, έχουμε επιτυχίες ερωτικές, χωρισμούς ζευγαριών, εκδικήσεις, τιμωρίες και λοιπές ατελεύτητες αθλιότητες, στις οποίες διακρίνουμε εύκολα την έλλειψη ανθρώπινης ευψυχίας και τη λαιμαργία παράνομου πλουτισμού.
Στήνονται ολόκληρες ιστορίες, για γέλια, αλλά και για κλάματα, που όμως, δυστυχώς, είναι γερά δεμένες με τον ίδιο τον άνθρωπο: «τον έχει μαγεμένο», «λιώνει σαν το κερί γι’ αυτόν, είναι μαγεμένη», «του ’κανε μάγια στο φεγγάρι και τα ’ριξε στο πηγάδι», «τον μάγεψε η φιλενάδα, δεν θέλει να δει τη γυναίκα του» κ.λ.π.
Από τη δημώδη ποίηση έχουμε: «Ανάθεμα ποια μου ’ριξε τα μάγια στο πηγάδι / και μάγεψε τον άντρα μου και θέλ’ να μου τον πάρει. / Κι αν με χωρίσεις άντρα μου τι λες πως θα μου κάνεις. / Στις δυο στις τρεις θα λούζομαι, στις τέσσερις θ’ αλλάζω, / κι απάν’ στις δεκατέσσερις άλλον άντρα θα πάρω. / Θα κτίσω το σπιτάκι μου αντίκρυ στο δικό σου, / να μπαινοβγαίνω, άντρα μου, να σκας απ’ το κακό σου». Το τραγούδι αυτό είναι Σαρακατσάνικο.
Σε άλλο τραγούδι (Αραβαντινός, 202) ανακοινώνεται στη Μαρούλα ότι έκαναν μάγια στον άντρα της και πήρε άλλη γυναίκα. Αλλά, η Μαρούλα υπερήφανα αντιμετωπίζει τη δημιουργηθείσα κατάσταση: «Σήκω, Μαρούλα από τη γης και τίναξε το χώμα, / σύρε και στρώσε τον οντά στο πέρα σαχνισάνι, / και πάρε φτιάξε μας καφέ, φέρε να μας κεράσεις, / και πάρε λούσου κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου / για να κατέβεις στο χορό, κάτω στο μεσοχώρι, / για να σε ιδούν οι όμορφες κι αυτά τα παλικάρια / και να σε δει κι ο άντρας σου, που πήρε άλλη γυναίκα. / – Και σαν με χώρισε και τι; κακό έκαμε δικό του. / Εγώ στις δυο θα λούζομαι, στις τέσσερις θ’ αλλάζω / και μες στις δεκατέσσερις άντρ’ άλλον θα διαλέξω. / Θα φτιάσω και τα σπίτια μου αντίκρυ στα δικά του, / θα στήσω και τον κήπο μου κοντά στον εδικό του / να μπαινοβγαίνω να κοιτάει, να σκάζει, να πλαντάζει».
Η Κίρκη στην Οδύσσεια μάγεψε τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, αλλά ο Οδυσσέας κατάφερε να τους σώσει. Η Καλυψώ με την ομορφιά της κρατούσε μαγεμένο σε ομηρία τον Οδυσσέα. Μια άλλη Καλυψώ στην ξενιτειά του Αλμυρού, μάγεψε το ξενιτάκι από τα Ζαγόρια και δεν το αφήνει να γυρίσει πίσω: «Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, / κίνησε κι ο καλός μου, πάει στην ξενιτειά. / Δώδεκα χρόνια έτρεξαν και δε μώγραψε, / μέσα στα δεκατρία μώστειλε μια γραφή: – Μ’ άλλον ν’ αρραβωνιάσεις και να παντρευτείς, ή καλογριά να γένεις, μη με καρτερείς, / γιατ’ είμαι παντρεμένος μες στον Αλμυρό / και πήρα για γυναίκα μάγισσας παιδί, / μαγεύει τα καράβια και δεν ξεκινάν. / Εκίνησα για νάρθω χίλιες δυο φορές, / στ’ άλογα ανεβαίνω, χιόνια και βροχές, / εμπαίνω στο καράβι, άνεμος βροντές, / τρέχω, γυρίζω πίσω, με γλυκοφιλεί / και παύει κι ο αγέρας, παύει κι η βροχή!» (FAURIEL II, 182, Νεοελλ. Ανάλ. 78,13).
Άλλος ξενιτεμένος μαγεύτηκε από μόνος του με την Βουλγάρα εργοδότριά του: «Από μικρός ορφάνεψα ’πό μάνα και πατέρα, / κι από μικρός στην ξενιτειά εβγήκα να δουλέψω / κι επήγα κι ερογιάστηκα σε μια κυρά Βουργάρα. / Δώδεκα χρόνους έκαμα στα μάτια δεν την είδα / κι από τους δώδεκα μπροστά την είδα, την ξανάειδα. / Μια μέρ’ αντικριθήκαμε σε μια μηλιά του κήπου, / βγήκ’ η κυρά ’πό το λουτρό, κι εγώ απ’ το μπαρμπέρη. / – Δος μου, κυρά, τη ρόγα μου, δος μου τη δούλεψή μου, / γιατ’ οι δικοί μου μώγραψαν να πάω να με παντρέψουν. / Αν σώγραψαν για παντρειά, εγώ θα σε παντρέψω, / από τις τρεις κοπέλες μου διάλεξε ποία σ’ αρέσει, / θέλεις τη ρούσαν έπαρε, θέλεις τη μαυρομάτα, / θέλεις πάρε τη γαλανή που είν’ άσπρη σαν το γάλα. / – Δεν θέλω κόρη γαλανή, δε θέλω μαυρομάτα, / θέλω κυρά σγουρόμαλλη, θέλω καγγελοφρύδα, / πώχει της χήνας το λαιμό, της πέρδικας τα μάτια, / θέλω την όμορφη κυρά που με γλυκοκοιτάζει / και μ’ έχει σκλάβο δουλευτή στον κήπο της αυλής της» (Ζαμπέλιος 727,14).
Μάγια και υπνοβότανα έχουν και οι κλέφτες, κατά άλλη λαϊκή δοξασία: «…Ακούστε εσείς οι όμορφες και σεις οι μαυρομάτες: / Το Μάη κρασί μην πίνετε, στα χόρτα μην κοιμάστε, / τι βγαίνουν κλέφτες για φιλιά και περπατάν τη νύχτα, / σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά να τρων να μη γαυγίζουν, / σέρνουν και υπνοβότανο τσ’ όμορφες να ποτίζουν» (Ζαμπέλιος 725,10, Πάσσωβ 592, Λελέκος 79,18, Χασιώτης 147,22, 218,40).
Στη λόγια ποίηση και στο έντεχνο τραγούδι έχουμε πυκνή παρουσία των μαγιών: «Φεγγάρι, μάγια μου ’κανες και περπατώ στα ξένα, / είναι το σπίτι ορφανό κι αβάσταχτο το δειλινό / και τα βουνά κλαμένα. / Στείλ’ ουρανέ μ’ ένα πουλί, να πάει στη μάνα υπομονή. / Στείλ’ ουρανέ μ’ ένα πουλί, ένα χελιδονάκι, / να πάει να κτίσει τη φωλιά στου κήπου την κορομηλιά / δίπλα στο μπαλκονάκι. / Να πάει στη μάνα υπομονή, δεμένη στο μαντίλι, / προικιά στην αδελφούλα μου / και στη γειτονοπούλα μου γλυκό φιλί στα χείλη. / Φεγγάρι μάγια μου ’κανες και περπατώ στα ξένα» (Ερρίκος Θαλασσινός – Μίκης Θεοδωράκης).
Στο ρεμπέτικο τραγούδι βρίσκουμε σε στίχους Δημήτρη Γκόγκου: «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει / η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει / δεν ησυχάζω και στον ύπνο που κοιμάμαι / εσένα πάντα αρχοντοπούλα μου θυμάμαι. / Μες στης ταβέρνας τη γωνιά για σένα πίνω / για την αγάπη σου ποτάμια δάκρυα χύνω / λυπήσου με μικρή και μη μ’ αφήνεις μόνο / αφού το ξέρεις πως για σένα μαραζώνω. / Αχ παιχνιδιάρα πάψε τώρα τα γινάτια / και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια / με μια ματιά σου σαν μου ρίχνεις αχ πώς λιώνω / μαζί σου ξέρεις τον ξεχνάω κάθε πόνο».