«Ένα πουλάκι ξέβγαινε απ’ τη Μακεδονία, / είχε τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα. / Χωριάτες το ρωτήσανε, με πόθο το ρωτάνε: / – Πες μας, πουλί μ’, τι έγινε μες στη Μακεδονία; / – Τον Παύλο τον σκοτώσανε…»
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ
Αν εξαιρέσουμε τον θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη στις 23 Απριλίου 1827 στο Φάληρο και τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, το 1823 στο Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας, δεν υπάρχει άλλος θάνατος, ο οποίος να έχει συγκινήσει τόσο πολύ το Πανελλήνιο, από εκείνον του Παύλου Μελά, στις 13/26 Οκτωβρίου 1904 στο χωριό Στάτιστα της Φλώρινας. Ο εξ Ηπείρου ορμώμενος και γόνος πλούσιας και ευγενούς οικογενείας αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Παύλος Μελάς, έγγαμος με την Ναταλία Δραγούμη και πατέρας δύο παιδιών, από τις 4/17 Αυγούστου του 1904 ξεκίνησε αγώνα στη Μακεδονία, με σκοπό την ανόρθωση του ηθικού των Ελλήνων και την αντιμετώπιση της δολιότητος και επικίνδυνης συμπεριφοράς των Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Τον αγώνα εκεί καλά κρατούσαν ο Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, ο Παύλος Κύρου, ο Κώτας και άλλοι. Ανεκτίμητες υπηρεσίες προσέφερε και ο Ίων Δραγούμης, υποπρόξενος στο Μοναστήρι από το 1902. Γράφει ο Μελάς στη γυναίκα του Ναταλία στις 21 Αυγούστου / 3 Σεπτ.:
«Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω… Έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν…». Προσπαθεί να ανιχνεύει Τούρκους και Βούλγαρους στην περιοχή, που τρομοκρατούσαν τους Έλληνες: «Κορίτσια, τι αγναντεύετε, κορίτσια τι κοιτάτε; / …Μην είναι οι Τούρκοι στο χωριό και Βούργαροι στο κάστρο; / Ποιος είν’ ο ξένος π’ αρωτά για Τούρκους, για Βουργάρους; / Εγώ ’μαι ο Παύλος ο Μελάς, ο τρομερός ο Κλέφτης, / πόχω τρομάξει την Τουρκιά κι όλο τους το ντοβλέτι».
Το τραγούδι αυτό για τον Μελά επιχωριάζει σε όλα τα μέρη της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα δεινά του λαού της Μακεδονίας περιγράφει ένα σαρακατσάνικο τραγούδι και το ταξίδι του Μελά για εθνική δράση: «Σαν του κακό που γιένιτι μες στη Μακιδουνία, / σφάζουν δασκάλους κι πιδιά, νέους κι παλικάρια. / (Μουρή Μακιδουνία, ν’ ανάψεις να καείς / μι τους λιβέντες πόχεις σ’ αυτή τη μαύρη γης). / Παύλου Μιλάς σαν το ’μαθι πουλύ του κακοφάνη, / του στράτιβμά του σύμμασι κι ούλα τα παλικάρια. / (Μουρή Μακιδουνία, μι τα γιουφύρια σου / χάνουντι παλικάρια για τα χατήρια σου). / Στην Πάτρα ν-εκουλάτσισι κι στη Λαμία γιόμα / κι πάει κι τους καρτέρισι στης Νιάουσας τη ράχη». (Γόγολας-Γιαννακός, 32,33).
Στις 13/26 Οκτωβρίου, μετά από προδοσία Βουλγάρων, Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα εγκλώβισε τον Μελά με 4-5 παλικάρια στο χωριό Στάτιστα Καστοριάς. Αφού νύχτωσε και αφού έγινε απεμπλοκή της φραγής, βγήκαν στην αυλή του σπιτιού. Ένας, όμως, Τούρκος κρυμμένος πυροβόλησε και σκότωσε τον Μελά. «Στη μέση με πήρε, παιδιά», είπε. Έβγαλε το σταυρό από το λαιμό του και είπε: «Το σταυρό να τον δώσετε στη γυναίκα μου και το ντουφέκι μου στο Μίκη (το γιο του), και να τους πείτε ότι το καθήκον μου το έκανα». Ονόμαζε τα παιδιά του και έλεγε ότι πονάει πολύ. Σιγά-σιγά έσβησε. Σαν αστραπή διαδόθηκε στην Αθήνα και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας ο άδικος θάνατος, η θυσία του Παύλου Μελά. Αφυπνήσθη διά μιας η εθνική συνείδηση. Ο θάνατος αυτός γράφτηκε «χρυσοίς γράμμασι» στην Ιστορία. Οι αξιωματικοί κατά εκατοντάδες ήθελαν να πάνε στη Μακεδονία, να πολεμήσουν, να εκδικηθούν για τον θάνατο του Αρχηγού του Μακεδονικού αγώνα. Εικόνες λαϊκές κάθε ημέρα αναρτούνταν σε δημόσιους χώρους και οικίες. Επιτέλους! Η υπόθεση της Μακεδονίας έγινε υπόθεση ολοκλήρου του Ελληνισμού. Επιτέλους! Το ντροπιασμένο 1897 περνάει κάτω από αχλύ και αχνοφέγγει η δόξα. Πλησιάζει ο Θέρισος (1905), κοντεύει το Γουδί (1909) και η Τιτανομαχία των ετών 1912-1913. Σ’ ένα τραγούδι που είναι δημοσιευμένο στο βιβλίο του Π. Τσάμη «Ο Μακεδονικός Αγών», Θεσ/κη 1995, 463 και στο βιβλίο του Σοφ. Δημητρακόπουλου «Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, σελ. 281, ο Μελάς φέρεται να σκοτώνεται στο βουνό, σε ταμπουροπόλεμο. Είναι δομημένο το τραγούδι αυτό στα γνωστά μοτίβα των παλαιών κλέφτικων. «Τι ’ναι ο αχός που ακούγεται στης Καστοριάς τα μέρη; / Μην κανας γάμος γίνεται, μην κανα πανηγύρι; / Ουδέ και γάμος γίνεται, ουδέ και πανηγύρι, / ο Μίκης Ζέζας πολεμάει μ’ ένα ταμπόρι ασκέρι. / Τριγύρω-γύρω παγανιά κ ο Μίκης με τριάντα, / κράζει τα παλικάρια του και τα γλυκομιλάει: / –Παιδιά μου, μην τρομάζετε, το χάρο μη φοβάστε, / τα παλικάρια τα καλά μόν’ ένα Θεό φοβούνται. / Αρπάξτε τα τουφέκια σας και σύρτε τα σπαθιά σας, / γιουρούσι για να κάνομε, αντίπερα να βγούμε. / Αρπάζουν τα τουφέκια τους και σέρνουν τα σπαθιά τους, / γιουρούσι κάνουν και περνούν στην άντικρυ ραχούλα. / Κανένας δεν σκοτώθηκε, κανένας δεν λαβώθη, / μον’ ένα λεβεντόπαιδο του πήραν το καμάρι. / Μελά, σε κλαίει η Ήπειρος και η Μακεδονία, / σε κλαίει κι η μαύρη μάνα σου κι η κυρά Ναταλία».
Φυσικά τα τραγούδια για τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά είναι πάρα πολλά. Τραγούδια από την Αθήνα, την Μακεδονία, τη Θεσσαλία, το Μεσολόγγι, τη Θάσο, την Ευρυτανία. Θα περιορισθούμε στη δημοσίευση άλλων τριών τραγουδιών. Ένα από τ’ Άγραφα: «Συντρόφοι μ’, πού μ’ αφήνετε εδώ σε ξένον τόπο; / Εδώ είν’ αρκούδια και με τρών’, λιοντάρια και με σκίζουν. / Για πάρτε με και βγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα, / θέλω να δω την Καστοριά, τη δόλια την Κοζάνη». Άλλο αναφέρεται στη δυσκολία μεταδόσεως του θλιβερού θανάτου στη γυναίκα του: «Ποιος είν’ άξιος κι ογλήγορος, άξιος και παλικάρι, / για να διαβεί τα σύνορα, να πάει στην Αθήνα, / να πάει να ειπεί της Παύλαινας, της μικροπαντρεμένης, / να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωργιά να μην κρεμάσει. / Τον Παύλο τον σκοτώσανε μες στην Μακεδονία. / Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνάνε». Τέλος σε ένα τραγούδι από την Ευρυτανία, τον ήρωα Μελά τον θρηνούν τ’ αστέρια, τα βουνά και οι κάμποι! «Σκοτιδιάσανε τα βουνά, συννέφιασαν κι οι κάμποι, / Βγήκαν δυο αστέρια λαμπερά και τρία θαμπωμένα. / Το ’να με τ’ άλλο έλεγε, το ’να με τ’ άλλο λέγει: / Το μάθατε τι έγινε τούτη την εβδομάδα; / Παύλος Μελάς σκοτώθηκε στης Καστοριάς τα μέρη / κι άφησε διάτα στα παιδιά, διάτα στα παλικάρια, / να ειπούνε στη γυναίκα του να ’χει το γιόκα του καλά».