«Εξέφεξε η ανατολή, άι μωρ’ Γιούλα μου / και πάει η πούλια γιόμα, μωρή κοντή κοπέλα. / Πάν’ τα πουλάκια για βοσκή κ’ οι πέρδικες για λάλο. / Παίρνω κ’ εγώ, άι μωρ’ Γιούλα μου, / παίρνω κι εγώ το Γρίβα μου και πάω να τον ποτίσω. / Βρίσκω την κόρη, άι μωρ’ Γιούλα μου, / βρίσκω την κόρη που ’πλενε τ’ αντρός της τα μαντίλια. / Σαράντα σίκλους, άι μωρ’ Γιούλα μου, / σαράντα σίκλους έριξε και στους σαρανταένα / έκλαψε πικρά για μένα…»
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Το τραγούδι αυτό επιχωριάζει στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στη Θεσπρωτία. Είναι ένα τραγούδι της τάβλας και ανήκει στο υποσύνολο των τραγουδιών της αγάπης και σ’ εκείνο της βρύσης. Η βρύση ήταν ο τόπος των συναντήσεων και των αναζητήσεων. Εκεί αντάμωναν οι Αρματολοί και οι Κλέφτες, αντάλλασσαν απόψεις και σχεδίαζαν τις επιδρομές τους. Εκεί ήταν το κέντρο των ερωτικών συμβεβηκότων και των παιχνιδιών της αγάπης. Εκεί κρυμμένοι κάποιοι παραμόνευαν την έλευση των ωραίων γυναικών. Εκεί έπιναν δροσερό νερό, έπλεναν τα ρούχα τους και πότιζαν τα ζώα τους. Η πηγή νερού ήταν ταυτόσημη με τη ζωή. Επόμενο ήταν ο ποιητής λαός να συνθέσει πολλά ωραία τραγούδια για τη βρύση και τα συμβαίνοντα σ’ αυτήν. Το πολύ όμορφο αυτό τραγούδι της Γιούλας αναφέρεται σ’ έναν απαγορευμένον έρωτα. Σε κάποια κατάκρυα βρύση πλένει τα ρούχα της μία δροσερή και πανωραία κόρη. Δροσερή και ωραία τόσο, όσο η ίδια η βρύση! Και ποια ρούχα πλένει η παντρεμένη νέα γυναίκα; Τα μαντίλια του άνδρα της. Το μαντίλι συμβολίζει τον έρωτα, τη δυνατή ένωση άνδρα και γυναίκας. Στο μαντίλι αποτυπώνεται η ευτυχία του ζεύγους, αλλά και η πίκρα, η στέρηση, ο χωρισμός εξαιτίας της ξενιτειάς. Σε άλλο τραγούδι του Ηπειρωτικού χώρου έχουμε: «Γιάννη μου, το μαντίλι σου τι το ’χεις λερωμένο; / Το λέρωσε η ξενιτειά, τα έρημα τα ξένα. / Πέντε ποτάμια το ’πλενα κ’ έβαψαν και τα πέντε…». Στη βρύση είχαμε την απαρχή πολλών ερώτων:
Ένα δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου και Θεσσαλίας, με τίτλο «Η Μαλάμω», είναι χιλιοτραγουδισμένο και αναφέρεται στους έρωτες της βρύσης: «Κι αν πας Μαλάμω μ’ για νερό, εγώ στη βρύση καρτερώ, / να σου τσακίσω το σταμνί, να πας στη μάνα σ’ αδειανή. / Κι αν σε ρωτήσ’ η μάνα σου, Μαλάμω μ’ πού είν’ η στάμνα σου: / – Μάνα μου παραπάτησα κι έπεσα και την τσάκισα. / –Δεν είναι παραπάτημα, μόν’ είν’ αντρός αγκάλιασμα». Η βρύση ήταν ο τόπος συνάντησης όσων είχαν ερωτική σχέση κρυφία. Πολλές φορές στο ερωτικό παιχνίδισμα η γυναίκα είναι περισσότερο επιθετική του ανδρός. Σε ένα τραγούδι, που επιχωριάζει στην Ήπειρο, στη Ρούμελη και στη Δυτική Μακεδονία, με τίτλο «Η κρυόβρυση», έχουμε: «Σαράντα πέντε Κυριακές, σαράντα τρεις Δευτέρες / δεν είδαν τα ματάκια μου την κόρη π’ αγαπούνε, / και χθες την είδα στο χορό που χόρευε στη μέση, / τα μάτια τα χαμήλωνε κι όλο χαμογελούσε, / και μια φορά απ’ τις πολλές, που διάβαιν’ από ’μπρός μου / άνοιξε τ’ αχειλάκι της και σιγαλά μου το είπε. / –Απόψε στην κρυόβρυση θαρθώ ν’ ανταμωθούμε. / Πώς να το ειπεί της μάνας της και πώς να την γελάσει, / ποιαν αφορμή να της ευρεί να πάει στη βρύση εξώρας; / Μάνα μ’ νερό δεν έχουμε, και τι θα πιούμ’ απόψε; / –Κόρη μου είναι πάρωρα, και πώς να πας μονάχη; / Πήρε τη στάμνα κι έτρεχε, σαν πέρδικα πατούσε, / καρδιοχτυπούσε κι έλεγε στο δρόμο με το νου της: / Αν είναι η βρύση μοναχή, ο φίλος μ’ αν κοιμάται, / το τι να κάμω να με ιδεί, το πώς να τον ξυπνήσω; / Να τον φιλήσω ντρέπομαι, να τον χαϊδέψω, τρέμω, / να τον ραντίσω με νερό, σκιάζομαι μην κρυώσει. / Ηύρε τον φίλον έξυπνον, την βρύση μονμονάχη, / ηύρε και τη μανούλα της βαρειά ’ποκοιμισμένη».
Ποιος είναι ο λόγος, ποια είναι η αιτία της δημιουργίας ενός έρωτα απαγορευμένου με μία γυναίκα έγγαμη; Ο ποιητής λαός σιγεί. Μπορεί να είναι ακαταμάχητη εσωτερική ανάγκη και πόθος: «Βρυσούλα με το κρύο νερό, με την ιτιά μπροστά σου, / σαν άλλο δε σου ζήλεψα, μόν’ τη γειτόνισσά σου. / Πο ’χει τον άσπρο το λαιμό, το μάγουλό της μήλο / και το κορμί της λεϊμονιά μέσα στο περιβόλι. / Παρακαλώ σε, αμπελουργέ, να μπω στο περιβόλι, / ν’ αγκάλιαζα τη λεϊμονιά, να φίληγα τα μήλα. / Αυτά τα μήλα που φυλάω έχουν κακό δραγάτη, / η μάνα μ’ είναι αμπελουργός κι ο αφέντης μου δραγάτης. / Τα δυο μ’ αδέρφια κλήματα κι εγώ γλυκό σταφύλι. / Σε μαρμαρένια βρύση. / Ανέβαινα, κατέβαινα σε μαρμαρένια βρύση / να εύρω την αγάπη μου να την περιφροντίσω…». Μπορεί η ωραία γυναίκα να είναι κακοπαντρεμένη και άτυχη: «Να μη λυπάσαι ορφανή, να μη λυπάσαι χήρα, / να λυπηθείς μιάν όμορφη, μια κακοπαντρεμένη, / άντρας της πίνει και μεθάει κι’ αυτή κάνει χωράφι, / με το παιδί στην αγκαλιά τα βόδια της κεντούσε. / –Κάνετε, βόιδια μ’, κάνετε, τ’ άντρα μου το χωράφι. / Το βράδυ πάνει σπίτι της, τη δέρνει, τη μαλώνει: / –Κόρη μ’, το πού είναι ο δείπνος σου δείπνος για να δειπνήσω.. / –Μη με μαλώνεις, άντρα μου, και μη με παραπαίρεις / το τι δείπνο να φειάκ’ εγώ π’ ολημερίς δουλεύω». Τέλος είναι ενδεχόμενο ο άντρας της γυναίκας να είναι γέρος και ασθενικός. Ήταν σύνηθες τους δύο τελευταίους αιώνες νέα και ωραία κορίτσια να παντρεύονται ασθενικούς γέροντες, φτώχειας ένεκεν. Τα κορίτσια αυτά εσωτερικώς εφλέγοντο για αληθινό έρωτα και πλείστες φορές έφθαναν σ’ αυτόν λάθρα: «Εψές απερνοδιάβαινα, κόρη, απ’ την γειτονιά σου, / κι άηκουγα που σε μάλωνεν η σκύλα η πεθερά σου, / κι’ αν σε μαλώνει για τ’ εμέ, πες μου να μη διαβαίνω. / –Διάβαιν’, αγάπη μου, διάβαινε, διάβαινε σαν διαβαίνεις, / κι’ όταν διαβαίνεις με πολλούς την πόρτα μη κοιτάζεις / κι’ όταν διαβαίνεις μοναχός παίζε και χαμογέλα, / και μάσε λιανοχάλικα, ρίξ’ τα στα κεραμίδια. / Κοιμάσ’ αστρί, κοιμάσ’ αυγή, κοιμάσαι νιο φεγγάρι! / κοιμάται το γαρούφαλο σιμά στον χλεμπονιάρη! / Ο χλεμπονιάρης ρούχαζε κ’ η κόρη αναστενάζει, / –Τ’ έχεις, κόρη μ’, και θλίβεσαι, τ’ έχεις κ’ αναστενάζεις; / Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μήνα δεν έχεις ρούχα; / –Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούτε μου λείπουν ρούχα, / Μου λείπει το καλύτερο, η άξια συντροφιά μου».