Διαβάζω για τον θάνατο του Φιντέλ κατάρες, ύβρεις αλλά και γλυκερούς επαίνους από την πιο φλώρικη αριστερά της Ευρώπης, τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν τους ξέραμε πόσο της πλάκας είναι, θα θεωρούσαμε τις αναρτήσεις του Τσίπρα και των Πολάκηδων ως τρολάρισμα κατά του αποβιώσαντος κουβανού ηγέτη…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΑΗΛΟ Μ. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΕΞΙΑΣ
Τι ήταν λοιπόν ο Φιντέλ; Ήταν όλα. Αντάρτης, πατριώτης, λατρεμένος από πολλούς και μισητός από άλλους τόσους, επαναστάτης και στυγνός δικτάτορας κι άλλα τόσα.
Όταν αυτός ο νεαρός δικηγόρος, γιος ενός γαιοκτήμονα, μεγάλωνε, η Κούβα ήταν ο απόπατος της Αμερικής. Πρωταθλήτρια στην παιδική θνησιμότητα, στον αναλφαβητισμό, η Μαφία αλώνιζε κι είχε στα χέρια της ξενοδοχεία και καζίνο. Πορνεία, φτώχεια και στην εξουσία ένας διεφθαρμένος δικτάτορας, ο Μπατίστα. Κανονική μπανανία, όπου κουμάντο έκαναν οι Κρεολοί, οι απόγονοι των λευκών, κυρίως Ισπανών, αποίκων και οι μιγάδες και οι μαύροι ήταν στο περιθώριο της κοινωνίας.
Έχω διαβάσει δεκάδες βιβλία κι αμέτρητα άρθρα για την εποχή και τα πρόσωπα. Το 2004 την επισκέφθηκα, όχι για αναψυχή, για λίγες μέρες. Πήγα στην Αβάνα, στο Σαντιάγκο και στο Γκουντάναμο. Γνώρισα έξω από την Αβάνα στο εστιατόριο του τον απόστρατο Αξιωματικό των FAR (Fuerzas Armadas Revolucionarias), παλιό αντάρτη, συμπολεμιστή του Φιντέλ και του Τσε, που συμμετείχε στην αποκάλυψη της συνωμοσίας του Οτσόα κι άλλων μελών της κυβέρνησης και των FAR, με λαθρεμπόριο, εμπόριο κοκαΐνης σε συνεργασία με το καρτέλ του Μεντεγίν κι άλλα εγκλήματα. Τους δίκασε δημόσια ο Κάστρο και τους ντουφέκισε. Λεπτομέρεια: ο πρώην αντάρτης Αξιωματικός, έχω φωτογραφίες μαζί του αλλά δεν θυμάμαι το όνομα του, ίσως το θυμάται ο Πρέσβυς Γ. Κωστούλας, ήταν Αρβανίτης από την Οινόη, που μετανάστευσαν οι γονείς του πριν τον Β’ ΠΠ στην Κούβα!
Θυμάμαι στο πολύωρο ταξίδι της επιστροφής διάβαζα ένα βιβλίο στα Αγγλικά με την απολογία – αγόρευση του Φιντέλ κατά την δίκη για την αποτυχημένη εξέγερση της 26ης Ιουλίου 1953, με την επίθεση στον στρατώνα Μονκάδα στο Σαντιάγκο. Διαβάζοντας την απολογία του, διακρίνεις έναν ενδεχόμενο ταλαντούχο μαχητή των ποινικών ακροατηρίων (δεν έγινε ποτέ) αλλά και έναν άνθρωπο για τον οποίο οι άλλοι θα μπορούσαν να πουν αυτό που ειπώθηκε για τον Ροβεσπιέρο: «Αυτός ο άνδρας είναι επικίνδυνος, πιστεύει αυτά που λέει».
Εκεί στο δικαστήριο είπε το γνωστό: «Καταδικάστε με. Δεν με νοιάζει. Η Ιστορία θα με δικαιώσει». Μετά την αποφυλάκιση βρέθηκε στο Μεξικό, μαζί με τον Ραούλ και άλλους Κουβανούς εξόριστους. Στην παρέα τους προστέθηκε και ο νεαρός Αργεντίνος γιατρός Ερνέστο Γκουεβάρα. Επειδή έλεγε συνέχεια την λέξη «che», που οι Αργεντίνοι την χρησιμοποιούν σαν το δικό μας «ρε», οι Κουβανοί του το κόλλησαν κι αυτός το υιοθέτησε. Με αυτό, ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, υπέγραψε τα πρώτα χαρτονομίσματα της επαναστατικής κυβέρνησης, για να δείξει την περιφρόνηση του στο χρήμα. Το πώς έγινε διοικητής της εθνικής τράπεζας κυκλοφορεί σαν ανέκδοτο. Σε μια μακρά σύσκεψη υπό τον Φιντέλ κι ενώ ο Τσε, που δούλευε όλη μέρα εθελοντικά στο μάζεμα του ζαχαροκάλαμου, είχε σχεδόν αποκοιμηθεί, ο Φιντέλ ρώτησε αν υπάρχει ανάμεσα τους κάποιος economista (οικονομολόγος). Ο μισοκοιμισμένος Τσε άκουσε communista και φώναξε yo, σηκώνοντας το χέρι του.
Τότε στο Μεξικό, όπου εκπαιδεύθηκαν στα όπλα από τον Μπάγιο, βετεράνο του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, ξέρουμε πως μέσω του Ραούλ Κάστρο έγινε κι η πρώτη προσέγγιση από τους Σοβιετικούς. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1956 επιβαίνοντες στην θαλαμηγό Granma (Γιαγιά), ο Κάστρο και άλλοι 80 ένοπλοι επαναστάτες αποβιβάστηκαν στην Κούβα, όπου τους ανέμεναν οι δυνάμεις του Μπατίστα, προφανώς μετά από πληροφορίες. Μετά την μάχη 62 από τους αντάρτες ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι και μόνον 19 διέφυγαν. Ανάμεσα τους ο Φιντέλ, ο Ραούλ, ο Τσε Γκουεβάρα κι ο Καμίλο Σιενφουέγκος, που πέθανε στην αρχή της καστρικής εξουσίας σε περίεργο αεροπορικό ατύχημα. Μετά από 3 χρόνια, στις 2 Ιανουαρίου 1959 οι αντάρτες του Τσε και του Σιενφουέγκος μπήκαν στην Αβάνα και στις 8/1 μπήκε κι ο Φιντέλ, για να κυβερνήσει για μισό αιώνα. Σε ένα χρόνο τελείωνε ένας άλλος αγώνας, σε ένα μακρινό νησί κι ο Φιντέλ έστειλε στον στρατιωτικό ηγέτη της ΕΟΚΑ, τον Γεώργιο Γρίβα – Διγενή ένα από τα πρώτα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα δηλώνοντας του πως ο αγώνας του Διγενή στην Κύπρο ενέπνεε τον δικό τους αγώνα.
Στην Κούβα διαπίστωσα πως ο Κάστρο είχε λαϊκό έρεισμα. Η επανάσταση έφερε ισότιμα στην κοινωνική και πολιτική ζωή την μεγάλη πλειοψηφία των μαύρων και των μιγάδων κι αυτό δεν το ξέχασαν.
Ο Κάστρο επίσης νίκησε τον αναλφαβητισμό και την παιδική θνησιμότητα στην οποία η Κούβα του Μπατίστα ήταν πρωταθλήτρια.
Το καθεστώς του ήταν ένα κράμα φλογερού εθνικισμού, λαϊκισμού, ματσίσμο και μαρξισμού.
Η ελληνική αριστερά παθαίνει βέρτιγκο στην ιδέα αλλά ω, ναι, σύντροφοι, το Επαναστατικό Κίνημα της 29ης Ιουλίου μάζευε τους διαπιστωμένα ομοφυλόφιλους σε στρατόπεδα και φυλακές ως «αντεπαναστατικά» και «αντικοινωνικά» στοιχεία. Αυτός δε που το έκανε ήταν αυτός ο ίδιος ο Τσε. Ο εμβληματικός επαναστάτης και είδωλο της κάθε εξαρχειώτισσας κουλομαρίας ήταν απηνής διώκτης των gay, μοιραζόταν με τον Φιντέλ την ίδια περιφρόνηση για τους maricones και τους «αναμόρφωνε» με εγκλεισμό, ξύλο και πολυβόλο. Η πραγματικότητα μερικές φορές ξεφτιλίζει τις ιδεοληψίες μερικών.
Ο Κάστρο επέλεξε την σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τον εναγκαλισμό με την Σοβιετική Ένωση οδηγώντας τον πλανήτη στα πρόθυρα του πυρηνικού πολέμου το 1962 με την υπόθεση των σοβιετικών πυραύλων που θα εγκαθιστούσε στο νησί. Έκτοτε, έχοντας υποστεί η Κούβα και το εμπάργκο, προσδέθηκε στο άρμα του Ανατολικού Μπλοκ, με την αισθητική του, τον κακό εφοδιασμό σε ποιότητα και ποσότητα. Στον διεθνή καταμερισμό που καθόρισαν οι Σοβιετικοί, η Κούβα ανέλαβε την προώθηση των ενόπλων κινημάτων στην Λατινική Αμερική αλλά και στρατιωτικές υποχρεώσεις στην Αφρική. Ο Τσε πήγε στο Κογκό για λίγο να στηρίξει τον Λουμούμπα, «θα κάνεις τον Ταρζάν ανάμεσα στους μαύρους;» τον ρώτησε πατρικά ο Νάσερ, ενώ βαριά εξοπλισμένο κουβανικό εκστρατευτικό σώμα πολέμησε για χρόνια στην Αγκόλα μέχρι την δεκαετία του 1990. Μέχρι στην Αιθιοπία είχαν παρουσία οι FAR επί του Μεγκίστου Χαϊλέ Μαριάμ.
Η χώρα απομονωμένη, με μόνους εμπορικούς εταίρους τις χώρες του υπαρκτού, νίκησε μεν τον αναλφαβητισμό και την παιδική θνησιμότητα, έφτιαξε ένα εντυπωσιακό σύστημα υγείας και παιδεία για όλους, όπου σπουδάζουν, πχ Ιατρική, μέχρι άποροι φοιτητές από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η ζωή των ανθρώπων έγινε σε πολλά καλύτερη από πριν, όμως όλη η κοινωνία και η οικονομία κόλλησε στα σκουριασμένα γρανάζια του σοβιετικού μοντέλου που υιοθετήθηκε. Ισότητα στην μιζέρια και ζωή σε ένα πολιορκημένο κάστρο, όπου κάθε διαφωνία θεωρείται προδοσία. Χώρα φυλακή.
Η διαρκής κατάσταση πολιορκίας στην οποία βρισκόταν η χώρα επί δεκαετίες, το εμπάργκο, η απαγόρευση μέχρι πριν λίγα χρόνια κάθε ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, η γιγάντωση της γραφειοκρατίας και ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης, τα συνακόλουθα προβλήματα στην παραγωγή και τον εφοδιασμό, συνέθλιψαν κάθε ελπίδα ανάπτυξης και ευημερίας και μετέτρεψαν την χώρα σε κομμουνιστική δικτατορία, όπου το έλλειμμα σε ανθρώπινα δικαιώματα έγινε τεράστιο.
Η πιο ντροπιαστική απόδειξη της αποτυχίας του συστήματος είναι η πορνεία, που λαμβάνει χώρα οπουδήποτε, μέρα και νύχτα, συχνά με τον σύζυγο ή τον πατέρα να βλέπει τηλεόραση στο διπλανό δωμάτιο.
Γι’ άλλη μια φορά η θεωρία απέτυχε στην εφαρμογή με τον πιο παταγώδη τρόπο.
Ο Φιντέλ Κάστρο λοιπόν ήταν όλα. Και άγγελος και δαίμονας. Και λαοφιλής επαναστάτης που εξελίχθηκε σε αυταρχικό δικτάτορα. Και απελευθερωτής και δεσμώτης του λαού του.
Το πείραμα του πάντως απέτυχε.
Και εάν στην Κούβα ο «καστρισμός» έχει ακόμη λαϊκή βάση, το οφείλει στην μνήμη της νίκης κατά του Μπατίστα και στο σύστημα παιδείας και υγείας που τα πρώτα χρόνια έμοιαζαν …διαστημικά για την πλειοψηφία των φτωχών κουβανών. Σήμερα και αυτά αποτελούν απολιθώματα με τεράστιες, πρωτόγονες ελλείψεις λόγω της αποτυχίας του όλου συστήματος. Έχω δει το βοϊδάμαξα για σχολικό λεωφορείο.
Κυρίως όμως υπάρχει ακόμη στήριξη χάρις στους μαύρους και τους μιγάδες που δεν ξεχνούν ποιος τους έβγαλε από την αφάνεια και τους έδωσε ίσα δικαιώματα, στα όσα τέλος πάντων είχαν όλοι οι Κουβανοί.
Τότε, τον Φεβρουάριο του 2004, πήγα από το αεροδρόμιο του Σαντιάγκο στον στρατώνα της Μονκάδα και μετά στο Γκουαντάναμο με ένα προκατακλυσμιαίο ταξί Μόσκβιτς και έναν χαρούμενο μιγά ταξιτζή. Σε αυτά τα σχεδόν 180 χιλιόμετρα κι άλλα τόσα πίσω μέσα από την Σιέρα Μαέστρα, εκεί όπου πολέμησαν ο Φιντέλ κι ο Τσε, είδα όλη την αντίφαση της Κούβας. Ακόμη και στο τελευταίο χωριό ιατρικό κέντρο, σχολεία και το μεσημέρι που σχολούσαν πλήθη από παιδιά με πεντακάθαρες στολές. Όμως στην Αβάνα και στο Σαντιάγκο έβλεπες παράλληλα την εκπόρνευση ντάλα μεσημέρι από την μέση γυναίκα, υποδομές του 1950 και 1960, σκηνές από ελληνική ταινία στην επαρχία.
Στην επιστροφή ρώτησα τον μιγά φίλο για το τι πιστεύει πως θα γίνει όταν πεθάνει ο Φιντέλ. Γύρισε, με κοίταξε επίμονα διερευνητικά και μου είπε: «κοίτα, σύντροφε, εμείς την επανάσταση την κάναμε μόνοι μας, δεν μας την φόρεσαν καπέλο, όπως στην Ανατολική Ευρώπη». Τον άκουσα στωϊκά, δεν ήθελα να προσβάλλω την πεποίθηση του. Ήρθε η ώρα να μάθουμε…