ΠΟΛΙΤΙΚΗ / ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ / ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ / ΥΓΕΙΑ / ΕΠΙΣΤΗΜΗ

58

Η επικαιρότητα του Γιάννη Τσαρούχη: Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις!

σε Ελλάδα/Κοινωνία/Πολιτισμός

Είδα για πρώτη φορά από κοντά τον Γιάννη Τσαρούχη στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (νομίζω Μεγάλη Εβδομάδα-Πάσχα 1983) όταν υπήρξαμε συνεπιβάτες στο μικρό παλαιό λεωφορείο που μετέφερε προσκυνητές από το γραφικό λιμανάκι της Δάφνης στις Καρυές του Αγίου Όρους…

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΔΡΙΤΣΑ, ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ, ΩΝΑΣΕΙΟΥ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ, ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Τον συνόδευε τότε μια παρέα νέων ανθρώπων που όταν αποβιβαστήκαμε κατάλαβα ότι του προσέφεραν σημαντική στήριξη λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας αλλά και της χαρακτηριστικής αστάθειας βαδίσματος που είχε. Είχα όμως τότε την μεγάλη τύχη να φιλοξενηθώ κάποια βράδια στο κελί του Μοναχού Ιερόθεου (ήταν τότε υπεύθυνος του μοναδικού βιβλιοπωλείου στις Καρυές και παλαιός φίλος του Γιάννη Τσαρούχη) μαζί με τον ζωγράφο και την ακολουθία του. Εκεί διαπίστωσα τη μεγάλη του σοφία η οποία κατοικούσε σε ένα δυσανάλογα ταλαιπωρημένο και γερασμένο σώμα. Κράτησα από τη συζήτηση με τον Τσαρούχη το εξής καταπληκτικό που μας είχε πει τότε. Λάτρευε τον βυζαντινό ύμνο «Φως ιλαρόν» ο οποίος ψάλλεται στον Εσπερινό και έλεγε ότι πρόκειται περί αρχαιοτάτου ύμνου πιθανά προχριστιανικής εποχής από μουσική άποψη, μάλιστα του άρεσε πολύ η ακολουθία του Εσπερινού και συμμετείχε στην ψαλμωδία. Είπε λοιπόν το εξής αμίμητο: «Αυτός ο ύμνος είναι το αληθινό μαστούρωμα. Στον Εσπερινό πρέπει να πηγαίνουν οι νέοι που ζητάνε να μαστουρώσουν με χίλιους-δυο άλλους τρόπους». Ο Τσαρούχης είχε μια ιδιαίτερη πνευματικότητα και θρησκευτικότητα (που δεν είχε καθόλου να κάνει με τυπολατρία και θρησκοληψία) αλλά την είχε βρει μέσα από ζωντανή επαφή με την ελληνική παράδοση, τη μυστική ζωή και τη βυζαντινή τέχνη.
Ο Τσαρούχης (1910-1989) ήταν Πειραιώτης και από νωρίς έδειξε το μεγάλο του ταλέντο στο σχέδιο και το χρώμα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους, μυθικά τότε, ακαδημαϊκά ονόματα όπως οι Ιακωβίδης, Παρθένης και Βικάτος. Όμως η εναγώνια πορεία του προς την ανακάλυψη του ξεχωριστού φωτός της ελληνικής παράδοσης τον οδήγησε στον Φώτη Κόντογλου ο οποίος και τον δίδαξε τη βυζαντινή τέχνη. Επίσης η τέχνη του Τσαρούχη είχε επιδράσεις από την τέχνη των ελληνιστικών Φαγιούμ πορτραίτων και από τις τοιχογραφίες της Πομπηίας. Γνώρισε πολύ καλά ο Τσαρούχης και τη λαϊκή αλλά και την αστική τέχνη του τέλους του 19ου αιώνα. Βγήκε και εκτός Ελλάδος (Παρίσι, Ιταλία) και σπούδασε σε βάθος την τέχνη της Αναγέννησης και τα ευρωπαϊκά ρεύματα του 20ου αιώνα, τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους και ιδιαίτερα τον Ματίς ο οποίος άσκησε σημαντική επίδραση στο έργο του. Το φως των προσώπων του Τσαρούχη, όπως και στα πορτραίτα Φαγιούμ δεν είναι ένα παθητικό εξωτερικό αποτέλεσμα ανακλάσεων και διαθλάσεων μόνο αλλά μοιάζει να έρχεται μέσα από το πρόσωπο και να αποκτά πνευματική διάσταση, κάτι σαν το «άκτιστο» φως της ασκητικής πνευματικής παράδοσης. Μοιάζει σαν να υπάρχει μια λάμπα θυέλλης μέσα στα πρόσωπα του Γιάννη Τσαρούχη, σαν η ζωγραφική του επιφάνεια να είναι ένας μπερντές πάνω στο οποίο παίζεται ένα έργο με πρωταγωνιστή πχ τον Καραγκιόζη του Ευγένιου Σπαθάρη.
Ο Τσαρούχης έζησε σε μια εποχή όπου όλοι οι έλληνες καλλιτέχνες είχαν τρομερή αγωνία να γίνουν Ευρωπαίοι και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου να γίνουν «διεθνείς» πέταξαν το ταλέντο τους στα σκουπίδια και το διέστρεψαν. Εκείνος είχε αγκαλιάσει ότι ελληνικό-την αρχαιότητα, την ορθοδοξία, την ελληνιστική τέχνη-και διαποτίστηκε πλήρως από το ελληνικό στοιχείο. Ο Τσαρούχης παρέμεινε πατριώτης αλλά παράλληλα και μακριά από κόμματα και μικροπολιτική. Όταν απαντούσε σε ερωτήματα περί ελληνικότητας ή μη-(τα οποία θεωρούσε ανούσια) έλεγε έξυπνα ότι «είμαστε όλοι φιλέλληνες και όχι τόσο έλληνες». Ασκούσε ελεύθερη και οξεία κριτική στην πολιτική ζωή του τόπου και με το χαρακτηριστικό χιούμορ που τον διέκρινε είχε πει το μυθικό: «Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις», ένα πολύ αληθινό σχόλιο για τον χαρακτήρα της νεοελληνικής ζωής το οποίο έγινε κλισέ στα νεώτερα χρόνια.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έβαζε συχνά την Καίτη Γκρέυ (το μαρτυρεί η ίδια σε κείμενο της) να του τραγουδάει τα αγαπημένα του τραγούδια «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Θα ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό», «Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θάρθει μια χαραυγή». Θυμάμαι μάλιστα τον ιδιαίτερο κινησιολογικά ασταθή τρόπο που χόρευε ζεϊμπέκικο, σαν μαριονέτα που νόμιζες ότι θα σωριαστεί από στιγμή σε στιγμή στο πάτωμα. Όμως δεν παρίστανε τον λαϊκό όπως οι ψευδο-σοσιαλιστές ηγέτες της μεταπολίτευσης οι οποίοι έδιναν παραστάσεις ζεϊμπέκικου σε σκυλάδικα της νύχτας αναδίδοντας την ανυπόφορη τραγίλα του δήθεν λαϊκού ηγέτη. Οι «Ναύτες» του Τσαρούχη δεν αποπνέουν τίποτα από τον αφόρητο κιτς λαϊκισμό της μεταπολίτευσης, οι «Ναύτες» του Γιάννη Τσαρούχη είναι αληθινοί, γνήσια λαϊκοί και αυθεντικά παιδιά μιας διαχρονικής παράδοσης στην ιστορία του ελληνικού κάλλους. Ο ίδιος ο Γιάννης Τσαρούχης είναι αυθεντικός, ανεπανάληπτος, λαϊκός, ελληνικός και ερωτικός άρα αυτονόητα παγκόσμιος και συμπαντικός. Πόσο μας έχει λείψει σήμερα αυτή η μοναδική παρέα των Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ελύτη, Γκάτσου. Θα μας κοιτάνε από ψηλά και θα νοιώθουν μάλλον ευχαριστημένοι που έχουν δραπετεύσει από την σημερινή Ελλάδα της μιζέριας, της χαμηλής αυτοεκτίμησης, της απουσίας αξιολόγησης παντός επιστητού, της αναξιοπιστίας, την Ελλάδα των κομματικών φρουρών, την Ελλάδα των αμφισβητούμενων και κλονισμένων ευρωπαϊκών αξιών. Σε μια τέτοια παρακμή αξιών τελικά… ότι δηλώσεις είσαι! Πόσο δίκιο είχε ο Τσαρούχης τελικά.

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

*

Πρόσφατα από Ελλάδα

Go to Top