ΠΟΛΙΤΙΚΗ / ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ / ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ / ΥΓΕΙΑ / ΕΠΙΣΤΗΜΗ

untitled-13_120

Πήλιος Γούσης: Ο απόφθηνος προδότης του Σουλίου

σε Ελλάδα/Ιστορικά

Γύρω στα 1800 μ.Χ. ο τύραννος των Ιωαννίνων Αλή-πασάς κινήθηκε πολεμικά κατά των άλλοτε βενετικών κτήσεων στα παράλια της Ηπείρου, κυρίως δε κατά της Πρέβεζας…

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ

Οι φυσικοί προστάτες των περιοχών αυτών, οι Σουλιώτες, έμειναν αδρανείς. Τι είχε συμβεί; Απλά ο πανούργος αυτός άνθρωπος είχε εξαγοράσει τον Γεώργιο Μπότσαρη με 60 πουγκιά, τα οποία θα τα μοίραζε και στους άλλους αρχηγούς. Ο Γεώργιος Μπότσαρης ήταν ο νικητής του Σουλίου κατά του Αλή στους προηγούμενους πολέμους! Ήταν ο πατέρας του Νότη και του Κίτσου Μπότσαρη και ο παππούς του Μάρκου. Η συμφωνία ήταν ο ίδιος ο Μπότσαρης και οι διακόσιοι μαχητές του να εγκατασταθούν στα Τζουμέρκα και στο Ραδοβίζι της Άρτας, όπερ και εγένετο. Και ήρθε η Άνοιξη του 1803, κατά την οποία ο τύραννος έλαβε απόφαση να καταστρέψει το Σούλι. Ο θρυλικός αρχηγός των Σουλιωτών Λάμπρος Τζαβέλλας δεν ζούσε πια. Στη θέση ήταν ο γιος του, Φώτος Τζαβέλλας, ένας άξιος, άδολος και πάναγνος μαχητής. Εξαγοράζοντας ο βεζύρης και τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφερε μέσω αυτού την απομάκρυνση του Φώτου Τζαβέλλα από το Σούλι, στο μικρό χωριό Χόρτια, εκτός και μακράν του Σουλίου. Η αρχηγία της εκστρατείας κατά του Σουλίου ανατέθηκε στον Βελή-πασά, τον δευτερότοκο γιο του Αλή. Οι Τούρκοι προκήρυξαν το κεφάλι κάθε Σουλιώτη στα πεντακόσια γρόσια. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Σουλιώτες εξέδωσαν δική τους προκήρυξη, με την οποία αλλιώς εκτίμησαν τις κεφαλές των Τούρκων: «Κάθε Σουλιώτης, ο οποίος θα παρουσιάζει κεφαλές Τούρκων, δια κάθε μία θα λαμβάνει ως ανταμοιβή δέκα φυσίγγια!». Κάποια ημέρα ένας γάιδαρος, που ανήκε σε κάποιον Σουλιώτη, έβοσκε πολύ κοντά σε ένα φυλάκιο Τούρκων, οι οποίοι και τον συνέλαβαν. Οι Σουλιώτες ζήτησαν πίσω το ζώο, υποσχόμενοι λύτρα ή αποζημίωση. Οι Τούρκοι επέστρεψαν το ζώο, χωρίς να ζητήσουν αποζημίωση. Οι Σουλιώτες, όμως, του απέστειλαν έναν αιχμάλωτο Τούρκο, την αξία ολόκληρη δηλαδή του γαϊδάρου! Στις αρχές του Φθινοπώρου του 1803 το Σούλι κρατούσε γερά. Υπήρχαν τρόφιμα, πολεμοφόδια και υπερχειλής αγάπη για την πατρίδα. Οι τουρκικές επιθέσεις απωθούνταν όλες και το φοβερό Σούλι φαινόταν άπαρτο και απόρθητο. Όμως, το χρήμα, τα αργύρια, έχουν μεγαλύτερη αξία και δύναμη από την ανδρεία. «Το χρήμα πόλεις εκπορθεί, οίκους ανδρών ανίστησι, το δε εκτρέπει φρένας ανδρών…», γράφει ή μάλλον διδάσκει ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη». Ο θρυλικός καπετάνιος Κουτσονίκας, ο ήρωας του προηγουμένου πολέμου και ο Πήλιος Γούσης, παρακινούμενοι και ωθούμενοι από αισχρή φιλαργυρία και κατ’ άλλους από τη ραδιουργία του Κίτσου Μπότσαρη, εμφανίστηκαν ενώπιον του Βελή-πασά και ζήτησαν πληρωμή για να προσφέρουν τις άθλιες υπηρεσίες κατά της πατρίδας τους. Ακόμη ο κόσμος τρατουδούσε τον ήρωα Κουτσονίκα και αυτός πρόδιδε:
«Στα μέσα στα Τσερίτσανα, στην άκρη από το Σούλι, / Μπουλουκμπασάδες κάθονταν ψηλά στο Παλαιοκλήσι, / Κ’ εκοίταζαν τον πόλεμο που κάμναν οι Σουλιώτες, / Πώς πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες. / Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι• / – Παιδιά, σταθήτε στερεά, σταθήτε ανδρειωμένα! / Ότ’ έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες». / Και ύστερα εγύρισε τον λόγον προς τους Τούρκους• / – Πού πας, Μουχτάρ τ’ Αλή πασά; πού πάγεις παλιολιάπη; / Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ ο Αϊβασίλης, / Να πάρεις σκλάβους τα παιδιά, να πάρεις τις γυναίκες. / Είναι το Σούλι το κακό, στον κόσμον ξακουσμένον• / που πολεμά Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι…».
Το σχέδιο, όμως, καθυποτάξεως του Σουλίου από τους Τούρκους ήταν του Πήλιου Γούση. Ζήτησε για την προδοσία αυτή της πατρίδας του μόνο το ευτελές ποσό των δώδεκα πουγγίων! Το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου 1803 ο προδότης Πήλιος Γούσης οδήγησε από μυστικά μονοπάτια 200 Τούρκους στο Αβαρίκο. Τους έκρυψε στο σπίτι όλη τη νύχτα. Το ξημέρωμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1803, σε προκαθορισμένη με τον προδότη ώρα ο Βελή-πασάς περιέσφιξε από όλα τα σημεία το Σούλι, το οποίο εκ των ένδον κτυπούν λυσσωδώς οι 200 Τούρκοι του Πήλιου Γούση. Ο μόνος Σουλιώτης, ο οποίος θα μπορούσε να σώσει τον τόπο ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, αλλά ήταν στις φυλακές του Αλή στα Γιάννενα. Άφησε ως ομήρους στη φυλακή τα παιδιά του και τη γυναίκα του και έφυγε για το Σούλι, δήθεν να οργανώσει την παράδοση. Εξαπάτησε τον τύραννο και άρχισε να οργανώνει την άμυνα με νέο σχεδιασμό. Ο Αλή πασάς μετέβη προσωπικώς στο Σούλι. Προσκάλεσε τον Φώτο να παραδοθεί, αλλά η απάντηση υπήρξε σκληρή: «Βεζύρη μου, μη σου περάσει η ιδέα, ότι θα φανώ δειλός και μικρόψυχος, επειδή κρατείς στην εξουσία σου την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Η κατάστασις της χώρας μου δεν μου επιτρέπει να σκεφθώ την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Μπορείς να τους κάνεις ό,τι θέλεις. Ως προς εμέ, την φάραν μου και τους συμπατριώτες μου, οι οποίοι ευρίσκονται μαζί μου, δεν θα καταθέσωμεν τα όπλα». Το Σούλι δεν άντεξε. Στις 3 Δεκεμβρίου 1803 έπεσε. Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 υπογράφτηκε η Συνθηκολόγηση, την οποία βέβαια δεν τήρησε ο τύραννος. Στο Κούγκι ο καλόγηρος Σαμουήλ βάζει φωτιά στην πυρίτιδα και σκορπίζονται όλοι στον αέρα. Οι Σουλιώτισσες πέφτουν στον Ζάλογγο και γίνονται φωτοδότες του δρόμου της ελευθερίας των λαών. Λίγοι σώζονται και μέσω Πάργας φθάνουν στα Ιόνια νησιά. Στου Δημουλά τον Πύργο «Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια… / και τα φυσέκια άναψε κι όλοι φωτιά γεννήκαν». 1200 Σουλιώτες υπό τον Κίτσο Μπότσαρη, μέσω Άρτης και Βουλγαρελίου έφθασαν στη Μονή Σέλτσου του Αχελώου, με σκοπό να περάσουν απέναντι στ’ Άγραφα. Εκεί τον Απρίλιο 1804 κατεσφάγησαν από τους Τουρκαρβανίτες. Μεταξύ των νεκρών και ο Γιάννης Μπότσαρης, γιος του Κίτσου και η θρυλική καπετάνισσα Λένω (αδελφή του Γιάννη). «…Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου, / τι εγώ είμ’ η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη, / σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις παλάσκες / και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τουρκών τα χέρια…».
Οι επιζήσαντες Σουλιώτες απαξίωσαν τον προδότη Πήλιο Γούση, ως τιποτένιο και απόφθηνο. Δεν αφιέρωσαν σ’ αυτόν ούτε έναν κακό στίχο. Οι κατάρες τους στράφηκαν κατά του Κουτσονίκα και του Κίτσου Μπότσαρη: «…Ανάθεμά σε, Μπότσαρη, κ’ εσένα Κουτσονίκα, / με τη δουλειά που κάμεταν τούτο το καλοκαίρι, / βάλεταν τον Βελή πασάν μέσα στο Κακοσούλι». Πήλιος Γούσης: Ο απόφθηνος και τρισάθλιος προδότης της πατρίδος του…

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

*

Πρόσφατα από Ελλάδα

Go to Top