Διάβασα πρόσφατα στο βιβλίο της Γ΄ Λυκείου θεωρητικής κατεύθυνσης Νεοελληνική Λογοτεχνία, κάτι που με προβλημάτισε, κάτι που αφορά στην αφηρημένη τέχνη και έχει ως εξής (σελ.35)…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΧΑΤΖΟΥΔΗ, ΠΡΩΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ
«Με την ευκαιρία της παρουσίασης των τεχνοτροπιών της λογοτεχνίας, θα ήταν χρήσιμα λίγα λόγια σχετικά με τον όρο αφηρημένη τέχνη. Η αφηρημένη τέχνη λοιπόν αποφεύγει την αναπαράσταση του αισθητού κόσμου και αν αυτός αποτελέσει έναυσμα για την έμπνευση του καλλιτέχνη, αφαιρούνται οι εντυπώσεις των αισθήσεων, για να προβληθεί η βαθύτερη ουσία του θέματος.
Και ο δέκτης με τη σειρά του καλείται να νιώσει, να απολαύσει το έργο, κάνοντας ενδεχομένως και τις δικές του προεκτάσεις, ανάλογα με το βαθμό της ευαισθησίας, και με το γνωστικό επίπεδό του, που μάλιστα πρέπει να βρίσκονται πολύ υψηλά. Η αφηρημένη τέχνη είναι κατά κανόνα απρόσιτη στο ευρύ κοινό, και απευθύνεται περισσότερο σε ένα μικρό κύκλο μυημένων, με ασκημένη φαντασία, και με κεραίες εξειδικευμένης ευαισθησίας».
Και σε τί έγκειται ο προβληματισμός μου; Σε διάφορα που προκύπτουν από το παραπάνω κείμενο, προκύπτουν βέβαια κατά την άποψή μου και επομένως δυνατόν κάποιος άλλος, με άλλη ανάγνωση, να με διορθώσει και μάλιστα με περισσότερη ακρίβεια, αν προέρχονται από αυτούς του μυημένους, με ασκημένη φαντασία και με κεραίες εξειδικευμένης ευαισθησίας.
Επί της ουσίας λοιπόν. Εφ’ όσον ο δέκτης πρέπει να έχει τα παραπάνω προσόντα για να καταλάβει τους πίνακες της αφηρημένης τέχνης, τότε αναμφίβολα τα προσόντα αυτά τα έχει, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό ο καλλιτέχνης. Εξάγεται λοιπόν από αυτό, ότι όσοι ζωγραφίζουν πίνακες αφηρημένης τέχνης, ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Είναι όμως αυτό δυνατόν; Μάλλον όχι. Όπως συμβαίνει και σε άλλες κατηγορίες καλλιτεχνών υπάρχουν διαβαθμίσεις. Από σημαντικές, μέχρι ασήμαντες. Και το ερώτημα είναι με ποιά κριτήρια, όχι ο κοινός δέκτης, αλλά αυτός του «μικρού κύκλου μυημένων» μπορεί να διακρίνει ένα αριστούργημα της αφηρημένης τέχνης, από μία «αφηρημένη κοινοτυπία», ώστε να μην προσπαθεί προβληματισμένος για δικές του προεκτάσεις;
Έχει αναφερθεί, ότι ο όρος «αφηρημένη» δεν είναι πολύ εύστοχος, και προτάθηκαν υποκατάστατα, όπως «μή αντικειμενική» και «ανεικονική». Εκείνο όμως που έχει σημασία, είναι το έργο τέχνης και όχι η ορολογία. Όπως γράφει ο Κόμπριτς στο βιβλίο του, «Ιστορία της Τέχνης» είναι αμφίβολο αν τα πρώτα πειράματα του Καντίνσκη για να διαμορφώσει μια μουσική χρωμάτων ήταν απόλυτα επιτυχημένα. Είναι όμως εύκολο να καταλάβουμε το ενδιαφέρον που προκάλεσαν. Και εντούτοις, είναι απίθανο πως η «αφηρημένη τέχνη» θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε κίνημα μόνο μέσα από τον Εξπρεσιονισμό.
Δηλαδή η επιτυχία της, και γενικά η μεταμόρφωση της κατάστασης στην τέχνη περνάει από τον κυβισμό που οδήγησε στη σύγκρουση ανάμεσα στο σχέδιο και στο συμπαγές των όγκων, με έμφαση στην απλοποίηση, κάτι που ακολούθησαν και άλλοι, όπως ο Ελβετός Φέρντιναντ Χόλντερ, που την χρησιμοποίησε ακόμη και στα τοπία του και ο Γάλλος Πιέρ Μπονάρ που σε ορισμένα έργα του απέφυγε την έμφαση στην προοπτική και στο βάθος.
Εφ’ όσον λοιπόν το πρόβλημα της παράστασης είχε τεθεί με αυτή τη μορφή που είχε οδηγήσει στην κατάλυση και του πλασίματος και της προοπτικής, ο πειραματισμός ήταν φυσικό να γίνει ακόμα πιο τολμηρός. Αυτή η αυξανόμενη ενασχόληση με τα προβλήματα της φόρμας, έδωσε καινούργιο ενδιαφέρον στα πειράματα της «αφηρημένης ζωγραφικής», που είχε εγκαινιάσει ο Καντίνσκη στη Γερμανία.
Ο Μόντριαν, ο Καντίνσκη και ο Κλέε, ήταν ένα είδος μυστικιστών, που ήθελαν η τέχνη τους ν’ αποκαλύπτει αναλλοίωτες πραγματικότητες πίσω από τις άπειρες μορφές των υποκειμενικών φαινομένων.
Είναι πολύ πιθανό μία εικόνα μόνο με δύο τρίγωνα, να τυραννήσει τον δημιουργό της περισσότερο απ’ ότι έναν άλλον η εικόνα ενός αγίου. Και αυτό γιατί ο ένας ξέρει τί ζητάει, ενώ ο αφηρημένος ζωγράφος μπορεί να μετατοπίζει τα δύο του τρίγωνα στο μουσαμά σε πάμπολλες θέσεις, χωρίς ωστόσο να μάθει ποτέ που και πότε πρέπει να σταματήσει. Αυτό μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους, αλλά πρέπει να σεβαστούμε το μόχθο που επέβαλε στον εαυτό του. Και οι δύο με το έργο τους προσπαθούν να ερμηνεύσουν τα μυστήρια της Φύσης. Και καθόλου απίθανο ο πρώτος σε λίγο να μετατοπίζει τετράγωνα στον καμβά.
Η «αφηρημένη ζωγραφική» πιστεύω δεν είναι αποτέλεσμα εξειδικευμένης ευαισθησίας ορισμένων καλλιτεχνών, αλλά ένα στάδιο στην μετέξελειξη της τέχνης, για την οποία αγωνιούν και μάχονται όλοι εκείνοι που με ένα χρωστήρα προσπαθούν να αποδώσουν στον καμβά, τις ανησυχίες και τα μυστήρια του κόσμου.
Και τέλος εύχομαι και ελπίζω το κείμενο του βιβλίου της Γ΄ Λυκείου, να μην αποτρέπει του μαθητές να στέκονται μπροστά σ’ έναν πίνακα αφηρημένης τέχνης.