ΠΟΛΙΤΙΚΗ / ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ / ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ / ΥΓΕΙΑ / ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Zografos-Makriyannis_09

Η καταστροφή στο Πέτα

σε Ελλάδα/Ιστορικά/Πολιτισμός

Το Πέτα, το πανέμορφο αυτό χωριό, απέχει μόλις 4 μίλια από την Άρτα και 2 μίλια από το Κομπότι, την γενέτειρα του Νικολάου Σκουφά…

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ

Το Πέτα το κατέλαβε οριστικά ο γενναίος αρματολός του Ραδοβιζίου Γώγος Μπακόλας στις αρχές Ιουλίου 1821. Πολλές φορές οι Τούρκοι της Άρτας έκαναν επιθέσεις ανακαταλήψεως του Πέτα, αλλά εύκολα ο τρομερός Γώγος τις απέκρουε. Βέβαια, η θέση αυτή είναι στρατηγική και το χωριό είναι κτισμένο σε λόφο. Ένα χρόνο μετά και αφού έλαβαν τέλος οι εχθροπραξίες στην Πλάκα των Τζουμέρκων, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης έστρεψαν την προσοχή τους στο Πέτα, στο οποίο είχε στρατοπεδεύσει ο ελληνικός στρατός και άτακτα τμήματα. Μαζί με τον στρατό θα πολεμούσαν οι Φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, περίπου 600 άνδρες συνολικά, υπό την αρχηγία του Καρόλου Νόρμαν. Η επίθεση των Τούρκων εναντίον του Πέτα ξεκίνησε την αυγή της 4ης Ιουλίου 1822. Τους 7.000 – 8.000 Τούρκους οδηγούσαν ο Κιουταχής και ο Ισμαήλ Πλιάσσας. Τυπικά Αρχηγός των Ελληνικών στρατευμάτων ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος, όμως, βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά, στη Λαγκάδα. Οι πολιτικοί έτσι κι αλλιώς φέρνουν καταστροφές και πιο πολλές όταν χειρίζονται στρατιωτικά θέματα. Τότε συνήθως έχουμε ερείπια. Ο Παπαδιαμάντης σημειώνει: «Πταίει η γλαυξ η θρνηνούσα επί των ερειπίων ή οι πλάσαντες τα ερείπια; Και οι πλάσαντες τα ερείπια είναι οι πολιτικοί…». Ας παρακολουθήσουμε τη μάχη και την έκβασή της μέσα από τους στίχους ενός δικού μας τραγουδιού:
«Ήταν μέσα καλοκαιριού, αρχές του Αλωνάρη ./ Κανένας δεν περίμενε το μακελειό να γένει,/ γιατί καλά κρατούσανε οι Έλληνες το Πέτα./ Ήταν Φιλέλληνες πολλοί, άξιοι και γενναίοι,/ Ανδρέας Δάνιας ξακουστός, ο Πέτρος ο Ταρέλλας,/ Κάρολος Νόρμαν στρατηγός με τη μεγάλη φήμη,/ πού `χανε φλόγα στην καρδιά, για την Ελλάδα αγάπη./ Ήταν ο Μάρκο – Μπότσαρης από το έρμο Σούλι,/ απ`το Ραδοβίζι τ`αψηλό ο Γώγος ο Μπακόλας,/ ο Βαρνακιώτης ο άτρωτος και ο Ανδρέας Ίσκος,/ ο Δήμο – Τσέλιος ο άξιος κι ο Αγγελής ο Γάτσος,/ ο Σπυρο – Πάνας ήτανε με τους Κεφαλλονίτες,/ ο Γιάννης Μακρυγιάννης κι αυτός ο Καραϊσκάκης./ Τουρκαλβανοί πλακώσανε, γιουρούκηδες φονιάδες,/ εγιόμισε η ακροποταμιά πεζούρα και καβάλα,/ του Κιουταχή, του ξακουστού, του Ισμαήλ του Πλιάσσα./ Και σαν ξημέρωσε η αυγή με τις δροσοσταλίδες/ μπουλούκια ανεβαίνανε, ήταν οκτώ χιλιάδες/ και κυκλικά εζώνανε το ύψωμα του Πέτα./ Κι ο πόλεμος εκράτησε μέχρι το μεσημέρι./ Μαυροκορδάτος ήθελε και στρατηγός να γίνει,/ αυτός που δεν εμύρισε μπαρούτι καπνισμένο,/ δεν άκουσε να αχοβολούν άρματα και ντουφέκια, δεν είδε το πώς σμίγουνε σπαθιά και γιαταγάνια,/ πώς πολεμάει η κλεφτουριά και οι καπεταναίοι,/ το τί σημαίνει πόλεμος με τούρκικα ασκέρια/ το τί σημαίνει θάνατος και πώς κυλάει το αίμα./ Κι ανέλαβε τον πόλεμο, για να θερίσει δόξα,/ αυτή που δεν την κέρδιζε με πένα και μελάνι./ Όσο η μάχη κράταγε, ήτανε στην Λαγκάδα,/ με τ`άλογό του έτοιμο, να σώσει το κορμί του./ Εκεί περίμενε να `δει το τέλος του πολέμου,/ κι αν νίκη χαμογέλαγε, να την αρπάξει πρώτος,/ σαν χαλασιά γινότανε να ψάξει για προδότες./ Κι ήταν αυτό το πέρασμα εκεί του Μετεπίου,/ πικρό δρομάκι και ξερό, φαρμακωμένη στράτα./ Πώς έγινε και πέρασαν μια χούφτα Αρβανίτες/κι υψώσανε την Τουρκική, στο λόφο, τη σημαία,/ πού`φερε τόση ταραχή και χάθηκε η μάχη, / τότε που η νίκη ζύγωνε όσο σιμά γινόταν,/ και σαν οι Τούρκοι μέτραγαν τους χίλιους τους νεκρούς τους/. Και κάψανε τις εκκλησιές, φωτιά και το σχολειό τους,/ ελαμπαδιάσαν τα σπαρτά, κάρβουνο και τα σπίτια,/ κόλαση, αίματα, κραυγές, αντάμωμα θανάτου,/ αλλοφροσύνη, κουρνιαχτός, κατάρες, μοιρολόγια./ Οι γύρω λόφοι γέμισαν με Σουλιωτών κεφάλια,/ με Φιλελλήνων πτώματα πλημμυρισμένο απ`αίμα./ Αιχμάλωτοι σφαχθήκανε μες`στην πικρή την Άρτα/ και γέμισε ο Άραχθος λεβέντικα κουφάρια. /Ο Χάροντας εθέριζε καβάλα στ`άλογό του,/ κρατώντας μαυροδρέπανο, σπαθί φαρμακωμένο,/ ζωή, φρεσκάδα, λεβεντιά, παλληκαριά και νιότη./ Και ξέρασε στο διάβα του αγέρα του θανάτου,/ πού`καψε όλες τις ελιές, τα δένδρα, τα χωράφια/ κι αυτά τ`αγριολούλουδα γύρω απ`τα απόσκια μέρη./ Βουβάθηκε στο πέρασμα και τ`όμορφο τ`αηδόνι,/ κι αυτή η πετροπέρδικα αλλόκοτα πετάει,/ δεν κελαηδεί, δεν τραγουδεί, μόνο μοιρολογιέται :/ «Ακούσατε εσείς λεβέντες μου αρματωλοί και κλέφτες,/ της Ρούμελης οι σταυραετοί και του Μωριά Ρηγάδες,/ πολεμιστές του Ζητουνιού και σεις καλοί Σουλιώτες./ Το Πέτα καταστράφηκε κι αποκαΐδια βρήκα,/ κρύο νεράκι ήθελα, να δροσιστώ για λίγο,/ μα η βρύση του εγιόμισε αίματα και μπαρούτια./ Τσακάλια `τρώγαν πτώματα και γυπαετοί κουφάρια,/ λύκοι, κοράκια και σκυλιά άλογα και μουλάρια,/ έβρεχε δάκρυα ο Θεός, θρήνους η Παναγία./ Κλάψατε τώρα Άγραφα, Τζουμέρκα μου θρηνήστε/ και σεις πουλάκια του Ζυγού φέτος να βουβαθήτε./ Κοπέλες απ`την Ήπειρο, της Ρούμελης γυναίκες,/ για `ρίξτε κάτω τα μαλλιά, πιάστε τα μοιρολόγια,/ το Πέτα, τ`όμορφο χωριό, έμεινε ερημοτόπι».
Πρόδωσε στ’ αλήθεια ο Γώγος; Κανένα στοιχείο δεν υπάρχει σε βάρος του. Ούτε ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος που συναντήθηκε μαζί του είπε ή έγραψε το παραμικρό. Αν και το θέμα είναι εριζόμενο και δύσκολο, μπορεί να καταλήξει καλοπροαίρετα κανείς στο συμπέρασμα, ότι ο Γώγος δεν πρόδωσε συνειδητά στο Πέτα την πατρίδα, ευθύνεται όμως, επειδή άφησε την πίκρα και την οργή του για τη άδικη κατηγορία, να τον σπρώξει σε ολιγόχρονη συνεργασία με τους Τούρκους, μέχρι το θάνατό του.

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

*

Πρόσφατα από Ελλάδα

Go to Top