Ένα μεγάλο μέρος των διαφωνιών και των παρεξηγήσεων της ζωής μας, αλλά και της ανικανότητας να συνεργαστούμε, οφείλεται σε κακή ακρόαση…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΔΡΙΤΣΑ,
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ, ΩΝΑΣΕΙΟΥ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ, ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Δεν ακούει σωστά ο σύζυγος τη σύζυγο, ο γονιός το παιδί, ο εργοδότης τον υφιστάμενο, ο καραβοκύρης τον ναύτη, ο γιατρός τον ασθενή, ο πολιτικός τον λαό, ο πρωθυπουργός τους υπουργούς του. Παρατηρούμε αυτή τη γενικευμένη αδυναμία ακρόασης πχ στη χάβρα των τηλεοπτικών παραθύρων, εκεί όπου κανείς δεν ακούει κανέναν και όλοι έχουν προσχηματισμένες απόψεις στο κεφάλι τους γύρω από τι πρόκειται να εκφράσει ο συνομιλητής τους. Αυτό στη γλώσσα της ψυχολογίας ονομάζεται νόμος της γυάλινης σφαίρας δηλ. μαντεύω τι θα πεις χωρίς να σε ακούσω προσεκτικά, όπως ακριβώς κάνουν οι μάγισσες και οι χαρτορίχτρες με τη γυάλινη σφαίρα μέσα στην οποία υποτίθεται ότι βλέπουν το μέλλον. Θυμήθηκα εδώ τον περαματάρη στην ιστορία του Σιντάρτα, έργο του Χέρμαν Έσσε. Εκείνος ο περαματάρης ήταν ο ιδανικός ακροατής του ανθρώπινου λόγου, η ακρόαση του περνούσε ξεκάθαρα στη σφαίρα των πνευματικών οντοτήτων και βουτούσε βαθύτερα στα άδηλα και τα κρύφια της ύπαρξης: «Εκείνος πάντα σιωπούσε και μόνον άκουγε, δεν μιλούσε ποτέ, ρουφούσε τα λόγια των ανθρώπων όπως το δέντρο τη βροχή». Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν χαρισματικοί άνθρωποι στο ζήτημα της ακρόασης αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν τελικά να μάθουν πως να ακούν και να επικοινωνούν ικανοποιητικά. Δεν είναι επίσης αυτονόητο ότι κάποιοι επαγγελματίες (πχ γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι) επειδή έχουν αποκτήσει ειδικά επαγγελματικά προσόντα έχουν ικανότητα επικοινωνίας γενικώτερα. Οι στατιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι περίπου δύο στις τρείς μηνύσεις που γίνονται από ασθενείς εναντίον γιατρών οφείλονται σε κακή επικοινωνία, ανεπάρκεια ενημέρωσης και έλλειψη συμπαράστασης μετά από επιπλοκή που σχετίζεται με ιατρική παρέμβαση. Είναι ξεκάθαρο ότι η ανεπαρκής ενημέρωση και η αδιαφορία εξοργίζουν τον ασθενή και το περιβάλλον του πολύ περισσότερο από το ίδιο το ιατρικό λάθος. Το όλο ζήτημα ανάγεται στο σημαντικό έλλειμα που υπάρχει στην εκπαίδευση των γιατρών (και γενικώτερα των στελεχών υγείας) στον τομέα της επικοινωνίας. Μάλιστα παραμένει αντιφατικό το πως πεπειραμένοι και έμπειροι κλινικοί γιατροί, χειριστές υπερσύγχρονης τεχνολογίας αδυνατούν να συνομιλήσουν με τους ασθενείς και να εξηγήσουν με σαφήνεια σε απλή καθημερινή διάλεκτο την πιθανότητα επιπλοκών και τη μελλοντική πρόγνωση μετά από κάποια ιατρική παρέμβαση.
Το πρόβλημα ξεκινάει από την απουσία εκπαίδευσης στην επικοινωνία σε επίπεδο Ιατρικών Σχολών αφενός επειδή το μάθημα επικοινωνίας θεωρείται πολύ λιγώτερο απαραίτητο σε σχέση πχ με την ανατομία, την φυσιολογία και την φαρμακολογία αφετέρου διότι πολλοί-εντελώς αβάσιμα-θεωρούν ότι η ικανότητα της επικοινωνίας εμπεριέχεται αυτονόητα στην ιδιότητα του γιατρού. Στο σημείο αυτό και πάλι οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν ότι οι γιατροί συχνά είναι κακοί ακροατές των ασθενών τους πρώτον επειδή περισπώνται σε πολλά παράλληλα καθήκοντα και δεύτερον επειδή θεωρούν αυτονόητες τις ερωτήσεις και τις απαιτήσεις των ασθενών τους. Ακόμη η ευαισθησία των ασθενών στο να ανιχνεύουν άμεσα την ανικανότητα του θεράποντα ιατρού να ακούει προκαλεί το πρώτο ρήγμα στη σχέση γιατρού-ασθενή. Το δεύτερο και ίσως βαθύτερο ρήγμα επέρχεται όταν ο ασθενής έχει να αντιμετωπίσει την αδιαφορία και την έλλειψη συμπαράστασης μετά την εμφάνιση κάποιας επιπλοκής στην πορεία της ασθένειας του. Η ικανότητα επικοινωνίας δεν είναι αυτονόητη και θα έπρεπε οι σχετικοί επαγγελματικοί φορείς να αναλάβουν το έργο της εκπαίδευσης των γιατρών στον τομέα της επικοινωνίας. Έτσι αφενός θα προστατεύονται οι γιατροί από παρενέργειες ώστε να μπορούν να ασκούν απερίσπαστοι και ασφαλείς το δύσκολο και ψυχοφθόρο λειτούργημα τους αφετέρου δεν θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι αυξανόμενες διώξεις των γιατρών (και οι τεράστιες οικονομικές απαιτήσεις αστικής ευθύνης) από τα γεράκια των ιατρονομικών ειδικών. Όμως το κυριώτερο, όταν υπάρχει καλή επικοινωνία, οι ασθενείς και το περιβάλλον τους θα μπορούν να εμπιστεύονται, να σέβονται τους θεράποντες γιατρούς και να αφήνονται με ασφάλεια στα υπεύθυνα χέρια τους.
Η ψυχιατροποίηση της ζωής στις μέρες μας έχει οδηγήσει στην υπερ-κατανάλωση φαρμάκων ως μοναδική θεραπεία εναντίον των «κακών σκέψεων» (πχ σκέψεις που προκαλούν άγχος, πανικό, κατάθλιψη) έτσι ώστε ουδείς έχει πλέον μείνει αχαπάκωτος. Επίσης έχει απόλυτα εισβάλλει στην καθημερινή μας ζωή ένα ψυχιατρικό λεξιλόγιο που ουσιαστικά περιγράφει τις εμμονές μας σε κακές σκέψεις με επιστημονικούς όρους όπως πχ ιδεοληψία, ψυχαναγκασμός, ψυχαναγκαστική σκέψη. Είναι βέβαιο ότι το να μειωθεί το εισόδημα σου στο μισό ή το να χάσεις τη δουλειά σου αποτελούν γεγονότα τα οποία φυσιολογικά γεννούν «ψυχαναγκασμό» αρνητικών σκέψεων και θεωρώ μάλλον άστοχη την τακτική πολλών καναλιών και ραδιοφωνικών σταθμών να βγάζουν στον αέρα ψυχιάτρους προκειμένου να ενημερώσουν το κοινό για το αυτονόητο πχ ότι η οικονομική κρίση αναμένεται να αυξήσει την συχνότητα άγχους και κατάθλιψης. Δυστυχώς ο ακατάπαυστος πόλεμος με τις κακές ιδέες είναι χειρότερος από πόλεμο με πυροβόλα όπλα αφενός διότι οι μαύρες σκέψεις είναι ασύλληπτες αφετέρου διότι το μυαλό μας τις μεταμορφώνει συνέχεια. Υπάρχει όμως και η πλευρά των ελάχιστων ατόμων που μπορούν να αναπαράγουν αισιοδοξία και να νικήσουν τους κακούς λογισμούς. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αισιόδοξης σκέψης βρήκα σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι (Η Ζωή μου) το οποίο αναφέρεται στην παιδική του ηλικία, σε μιά δύσκολη περίοδο της Ρωσίας. Σε κάποιο σημείο η γιαγιά του Γκόρκι, Ακουλίνα Ιβάνοβνα, που είχε συλλάβει δεκαοχτώ παιδιά από τα οποία έζησαν μόνο τρία, λέει μέσα όμως από μία μεγάλη πίστη: «Μα, βλέπεις, ο Θεός αγάπησε τον καρπό της σάρκας μου και μου πήρε τα μικρούλια μου για να τα κάμει αγγελούδια, τα λυπάμαι μα είμαι και ευτυχισμένη γιαυτό». Ακόμη με συνοδεύει και η περίπτωση της κας Ντάρλινγκ, που ήταν η μάνα των παιδιών στην κλασσική αγαπημένη ιστορία του Πήτερ-Παν που έγραψε ο J. M. Barrie. H κυρία Ντάρλινγκ λοιπόν τακτοποιούσε τις σκέψεις των παιδιών της κατά τη διάρκεια του ύπνου τους με τέτοιο τρόπο ώστε «όταν ξυπνήσουν το πρωί, η αταξία και τα κακά πάθη με τα οποία έπεσαν να κοιμηθούν, να έχουν μαζευτεί και τοποθετηθεί στο βυθό του μυαλού τους ενώ στην επιφάνεια, τέλεια φιλτραρισμένες, να απλώνονται οι ομορφότερες σκέψεις, έτοιμες να μπούν σε λειτουργία».
Ίσως περισσότερο αναγκαία από ποτέ να είναι σήμερα η δημιουργία ενός δημόσιου οργανισμού (πχ υπουργείου) Αισιοδοξίας και Θετικής Σκέψης αλλά θα πρέπει να ψάξει κάποιος με το φανάρι του Διογένη προκειμένου να βρεί τις γιαγιές Ακουλίνες και τις μαμάδες Ντάρλινγκ που θα το απαρτίσουν.