Η ευκολία και η ταχύτητα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης ιατρικών εξετάσεων (στα πλαίσια ΕΟΠΥΥ) οδηγούν πολλούς ασθενείς στην εξαιρετικά λανθασμένη εκτίμηση ότι μπορούν να ζητούν από τους γιατρούς να τους γράφουν εύκολα οποιαδήποτε ιατρική εξέταση…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΔΡΙΤΣΑ
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ, ΩΝΑΣΕΙΟΥ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ, ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
O Έλλην ασθενής νομίζει ότι η συνταγογράφηση εξετάσεων είναι όπως η αγορά τσίχλας στο περίπτερο, ότι δηλαδή μπορούν να απευθύνονται σε οποιονδήποτε γιατρό οποιαδήποτε στιγμή και να πάρουν μια ηλεκτρονική συνταγή για κάποια εξέταση «για ασήμαντον αφορμήν». Επίσης συχνά αρκετοί ασθενείς ζητούν και ηλεκτρονική συνταγογράφηση εξετάσεων που αφορά συγγενείς ή φίλους οι οποίοι δεν έχουν επίσης εξετασθεί ποτέ από γιατρό αλλά έχουν οι συγγενείς ή άλλοι (πχ η γειτόνισσα που ίσως είχε κάνει κάποιες παρόμοιες προληπτικές εξετάσεις) αποφασίσει ότι πρέπει να κάνουν πχ καρδιολογικές διαγνωστικές εξετάσεις (βλ. triplex καρδιάς ή τεστ κόπωσης). Εξετάσεις μάλιστα οι οποίες απαιτούν απόφαση παραπομπής αποκλειστικά από καρδιολόγο κατόπιν κλινικής εξέτασης και εκτίμησης. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται σε όλες τις ιατρικές ειδικότητες με βάση όσα συμπεραίνω από συζητήσεις με συναδέλφους άλλων ειδικοτήτων.
Δυστυχώς παρατηρείται συχνά το φαινόμενο αρκετοί συνάδελφοι να συνταγογραφούν εξετάσεις χωρίς να έχουν καν μιλήσει με τον ασθενή (πόσο μάλλον να τον έχουν εξετάσει), Επίσης ηλεκτρονικά παραπεμπτικά συνταγογραφούνται συχνά και από γραμματείς ιατρείων-με υποτιθέμενη έγκριση από τον γιατρό όπως εκείνη αποδεικνύεται μέσα από την σφραγίδα και την υπογραφή του. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υπάρχει δυστυχώς σαφής κλινική πληροφορία γύρω από την ένδειξη της παραπομπής για κάποια συγκεριμένη εξέταση.
Προσωπικά αποφεύγω να γράψω ηλεκτρονικό παραπεμπτικό για εξέταση σε ασθενή τον οποίο δεν παρακολουθώ, τον οποίο δεν έχω εξετάσει και τον οποίο δεν γνωρίζω καλά. Θέλω να επιστήσω σε συναδέλφους και την προσοχή στο ότι αν έχουν συνταγογραφήσει ηλεκτρονικά (πχ μια δοκιμασία κόπωσης) σε ασθενή που δεν έχουν εξετάσει και δεν γνωρίζουν καλά το ιστορικό του και προκύψει σοβαρό συμβάν κατά τη διάρκεια της εξέτασης τότε σίγουρα θα κληθούν να απολογηθούν περί της ένδειξης για την εξέταση. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση μιας διαγνωστικής εξέτασης πρέπει να γίνεται μετά από κριτική σκέψη και με σοβαρότητα διότι προφανώς συνιστά ιατρική πράξη και όχι απλά τμήμα κάποιας βαρετής γραφειοκρατικής διαδικασίας.
Δυστυχώς πολλές παράμετροι συνεισφέρουν στις μέρες μας σε υπερβολική συνταγογράφηση εξετάσεων οι οποίες θεωρούνται «προληπτικές». Μία παράμετρος είναι ότι η συμμετοχή του ασθενούς (μέσω ΕΟΠΥΥ) αλλά και η συνολική αποζημίωση προς τον πάροχο των υπηρεσιών είναι συχνά ευτελιστική και δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος της εξέτασης. Για παράδειγμα η συμμετοχή ασθενούς προκειμένου να υποβληθεί σε δοκιμασία κόπωσης σε τάπητα, μια σημαντική εξέταση στην καρδιολογική διερεύνηση ασθενών, πλησιάζει οριακά τα 5 μόλις ευρώ! Όσο κοστίζει ο καφές σε γκλαμουράτο κατάστημα της πόλης των Αθηνών κοστίζει στον ασθενή μια δοκιμασία κόπωσης ως συμμετοχή μέσω ΕΟΠΥΥ!
Αυτός ο ευτελισμός της αμοιβής έχει οδηγήσει και τους ασθενείς στο να θεωρούν αυτονόητο ότι ο κάθε γιατρός θα πρέπει πλέον (επειδή εκείνοι το επιθυμούν ή άκουσαν κάπου ότι η κόπωση αποτελεί προληπτική εξέταση) εύκολα να μοιράζει μαζικά ηλεκτρονικά παραπεμπτικά δοκιμασιών κόπωσης. Η επιστημονική αλήθεια μας λέει όμως ότι πχ η δοκιμασία κόπωσης δεν αποτελεί μαζικό εργαλείο ελέγχου του γενικού πληθυσμού αλλά είναι κυρίως χρήσιμη σε άτομα που εμφανίζουν παράγοντες κινδύνου και αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν στεφανιαία νόσο (υψηλή χοληστερίνη, υπέρταση, σάκχαρο, καπνιστές, οικογενειακό ιστορικό).
Δυστυχώς η πλειοψηφία των γιατρών (βλ. παθολόγοι και καρδιολόγοι) δεν εξηγούν στους ασθενείς τους τα δεδομένα σχετικά με την αξία και τις ενδείξεις πχ της δοκιμασίας κόπωσης και έτσι παραπέμπουν μαζικά χωρίς κανένα όριο. Αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνον την δοκιμασία κόπωσης, την οποία έφερα ως παράδειγμα, αλλά και σωρεία άλλων διαγνωστικών εξετάσεων. Οι εποχές έχουν οδηγήσει και σε έναν ιδιότυπο «λαϊκισμό» ο οποίος ευνοεί παράλογες επιθυμίες-ανεδαφικές φοβίες των ασθενών και συνοψίζεται στο εξής: «Ποια εξέταση είπες ότι θέλεις να κάνεις; Τώρα αμέσως στη γράφω ηλεκτρονικά!» Δυσκολεύονται τελικά οι περισσότεροι γιατροί να ορθώσουν επιστημονικά επιχειρήματα και ορθολογισμό απέναντι στον επικίνδυνο αυτό λαϊκισμό προκειμένου να χαϊδεύουν τα αυτιά των ασθενών τους.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η υπερβολική συνταγογράφηση εξετάσεων σε νέους και κλινικά υγιείς ανθρώπους οι οποίοι σωματοποιούν το άγχος και παρουσιάζουν ψυχοσωματικές διαταραχές χωρίς κανένα οργανικό πρόβλημα. Λόγω των εξαιρετικά δύσκολων οικονομικών εποχών αλλά και με τα διογκούμενα προβλήματα της οικογένειας και της ανεργίας τα ψυχολογικά και τα ψυχοσωματικά προβλήματα βαίνουν αυξανόμενα. Εκεί ο σωστός κλινικός πρέπει να βάζει κάποια όρια στις διαγνωστικές εξετάσεις όταν δεν προκύπτει οργανικό πρόβλημα και να κάνει με διάκριση συζήτηση για πιθανό ζήτημα ψυχολογίας όταν οι βασικές εξετάσεις δεν δείχνουν οργανική πάθηση. Δυστυχώς οι περισσότεροι ασθενείς αποδέχονται ευκολότερα και αναζητούν μετά μανίας μια οργανική λύση στο πρόβλημα τους ενώ το ζήτημα είναι πχ έντονο άγχος ή κατάθλιψη.
Τα ψυχιατρικά ζητήματα και τα προβλήματα συμπεριφοράς παραμένουν δυστυχώς ακόμη ταμπού για την ελληνική κοινωνία και οι συζητήσεις γιατρών ασθενών ζορίζονται πολύ όταν μπαίνει υποψία αρνητικής ψυχολογίας ή ψυχιατρικής διαταραχής. Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη και ίσως απαραίτητη στο μέλλον μια συστηματική εκπαίδευση των κλινικών γιατρών που δεν είναι ψυχίατροι στην ψυχοσωματική ιατρική και την κοινωνική επιδημιολογία. Θα πρέπει να εκπαιδευτούν όλοι οι κλινικοί γιατροί των άλλων ειδικοτήτων έτσι ώστε να κάνουν ψυχιατρική παραπομπή όταν απαιτείται αυστηρά. Πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας βιώνουν μεγάλη μοναξιά, απομόνωση, εργασιακό άγχος, έλλειψη φίλων και συμπαράστασης και χρειάζονται απλά σωστή στήριξη χωρίς απαραίτητα να χρειάζονται φαρμακευτική ψυχιατρική αγωγή.