Η ΑΝΕΥΘΥΝΗ ΑΥΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ EΧΕΙ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΠΑΓΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΟ EΝΑ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕ OΛΟ ΚΑΙ ΤΡΑΓΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η φράση «Μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος» συνοδεύει, κυρίως σε σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον σχολιασμό συμπεριφορών που θυμίζουν τις παρελθούσες εποχές των «παχιών αγελάδων» και δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει μάθει τίποτα από την 7ετή κρίση. Ωστόσο, η κυβέρνηση… κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αποδείξει ότι αυτή η φράση θα γίνει αναπόσπαστο μέρος μίας ζοφερής ελληνικής πραγματικότητας, καθώς πριν καν «γυρίσει» η οικονομία, το Μέγαρο Μαξίμου αποδεικνύεται αμετανόητο και αδιόρθωτο, αφού «ξηλώνει» μεταρρυθμίσεις, προωθεί ρουσφετολογικά μέτρα και πελατειακής λογικής ρυθμίσεις που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και μετατρέπει σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία την προοπτική η Ελλάδα να βρίσκεται όντως σε Μνημόνια «μέχρι να σβήσει ο ήλιος».
Όσοι ήξεραν, βεβαίως, πώς κινείται και σκέφτεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ήταν ευθύς εξαρχής εξαιρετικά επιφυλακτικοί για το κατά πόσον, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα έμπαινε η κυβέρνηση όντως στο δρόμο της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, ώστε να ανοίξει οριστικά και τελεσίδικα έναν άλλον δρόμο: τον δρόμο της καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια και την επιτροπεία. Άλλωστε, σε αυτές τις αμφιβολίες συνέδραμαν και οι πολιτικές ανάγκες της συγκυρίας για τον κυβερνών κόμμα, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ διαρκώς καταρρέει στις δημοσκοπήσεις και όλα δείχνουν ότι είναι από δύσκολο έως απίθανο να διεκδικήσει με αξιώσεις την πολιτική του ανάκαμψη. Ως εκ τούτου, πολλοί υποψιάζονταν ότι τώρα που πέφτουν τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων και οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να διατυπώνουν μερικές θετικές κουβέντες για να ενισχυθεί η κυβέρνηση και να κάνει κουράγιο να φτάσει στο τέλος του δρόμου, το Μέγαρο Μαξίμου θα έπαιρνε τα αντίθετα μηνύματα: θα θεωρούσε, δηλαδή, ότι τώρα μπορεί όχι μόνο να… χαλαρώσει και να βάλει στο συρτάρι του πρωθυπουργικού γραφείου τις δεσμεύσεις και τα «μνημονιακά» προαπαιτούμενα, αλλά και να αρχίσει, υπογείως και με τρόπο που θυμίζει… «κλεφτοκοτάδες», να «ξηλώνει» τις μεταρρυθμίσεις και να προωθεί ρουσφετολογικές ρυθμίσεις από το παράθυρο.
Κλεφτοκοτάδες
Παρά, λοιπόν, τα σκληρά μαθήματα που θα έπρεπε να πάρει ο πολιτικός κόσμος από την 7ετή κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την πολιτική τους κατάρρευση με τον γνωστό τρόπο: με πελατειακές ρυθμίσεις, με ρουσφετολογικές τροπολογίες και με επίδειξη «κοινωνικής ευαισθησίας», με το βλέμμα στραμμένο στην «εξαγορά» ορισμένων ψηφοφόρων. Ήδη, η κυβέρνηση από προχθές έχει εξαγγείλει «βροχή» θετικών ρυθμίσεων και τροπολογιών, προσπαθώντας να ανακτήσει το χαμένο έδαφος σε ό,τι αφορά στο κοινωνικό προφίλ της Αριστεράς. Μόνο που, ενώ κάθε μία από τις εν λόγω ρυθμίσεις και πρωτοβουλίες φαντάζει ασήμαντη αναφορικά με την εκτέλεση ή μη του προϋπολογισμού, όλες μαζί –όπως κι εκείνες που ετοιμάζονται…- αναμένεται να θέσουν εκτός τροχιάς τον προϋπολογισμό, φέρνοντας στο προσκήνιο το δραματικό ενδεχόμενο να μην πιάσει η χώρα τους στόχους και να ενεργοποιηθεί ο αυτόματος «κόφτης» (που έχει ψηφιστεί εδώ και έναν χρόνο…) με επίσης αυτόματες περικοπές μισθών και συντάξεων.
ΩΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΒΟΜΒΑ ΣΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΝΑ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜ ΙΣΕΩΝ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ EΧΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΘΕΤΕΙ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΣΕΒΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΣΤΗ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ
Ξεκίνησε ο εκτροχιασμός
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, λοιπόν, ήδη ξεκίνησε. Την περασμένη εβδομάδα, η Βουλή ψήφισε την κρατικοποίηση του ΟΑΣΘ, καθώς η κυβέρνηση σκέφτηκε μόνο μία πιθανή λύση για να αντιμετωπίσει τα τεράστια ελλείμματα του κρατικά επιχορηγούμενου πολυμετοχικού ΟΑΣΘ: την κρατικοποίησή του και την επιβάρυνση των Ελλήνων φορολογουμένων. Σε μία υπόθεση που κάθε σοβαρή κυβέρνηση θα σκεφτόταν ένα μεικτό σύστημα με την προσέλκυση ενός επενδυτή για να «τρέξει» τον οργανισμό των συγκοινωνιών της Θεσσαλονίκης, η παρούσα κυβέρνηση βρήκε πρόσφορο πεδίο πολιτικής ούτως ώστε να εφαρμόσει τις… σοβιετικές ιδεοληψίες της.
Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αυτό ήταν μόνο η αρχή: Με το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών που αφορά στους ΟΤΑ ανοίγει η πόρτα για χιλιάδες προσλήψεις στους δήμους, οι οποίες ουσιαστικά θα είναι προσλήψεις από το «παράθυρο», καθώς οι δήμοι θα επικαλεστούν την πληρωμή από τα ανταποδοτικά τέλη και, άρα, οι προσλήψεις αυτές δε θα υπόκεινται στον «μνημονιακό» κανόνα που ορίζει μία πρόσληψη για κάθε τέσσερις αποχωρήσεις από το Δημόσιο. Και, προσοχή: δεν γίνεται λόγος για κενά απαραίτητα να πληρωθούν, όπως ορισμένες θέσεις στην υπηρεσία καθαριότητας, αλλά ακόμη και για τους συμβασιούχους δημοσιογράφους των δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών, που θα μονιμοποιηθούν!
Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση προωθεί μισθολογικά και άλλα κίνητρα σε δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου αυτοί να δεχθούν να μείνουν σε απομακρυσμένες νησιωτικές και ορεινές περιοχές. Προχθές, με τροπολογία, η κυβέρνηση προέβη σε μία ακόμη «δημιουργική» παραβίαση της πρόσφατης συμφωνίας με τους δανειστές, καθώς αψηφώντας το δημοσιονομικό κόστος, ενέταξε στην κατηγορία του μειωμένου ΦΠΑ πολλά είδη αγροτικών εφοδίων, πολλά εκ των οποίων είναι ήδη «πολυτελείας» και ουδόλως ενισχύουν τις καλλιέργειες και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση και, συγκεκριμένα, το υπουργείο Παιδείας, θα διαλύσουν ό,τι έχει μείνει όρθιο να ξεχωρίζει και στα ελληνικά Πανεπιστήμια: μεταπτυχιακά προγράμματα από τα λίγα που τυγχάνουν διεθνούς αναγνώρισης και κύρους –και άρα, τιμώνται ανάλογα- πλέον θα νομοθετηθεί να παρέχονται… δωρεάν από τα Πανεπιστήμια, πράγμα που σημαίνει ότι τα ακαδημαϊκά ιδρύματα θα χάσουν έναν από τους βασικούς πόρους τους και θα χρειαστούν πρόσθετη επιχορήγηση –και φυσικά αυτή θα βαρύνει τον ελληνικό προϋπολογισμό, αφού το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνεται πως είναι το «κράτος-πατερούλης» που πληρώνει για όλα και εφ’ όλης της ύλης. Μόνο που το κράτος δεν είναι μία απρόσωπη δομή, αλλά όλοι εμείς: δηλαδή, όλοι οι βαριά στενάζοντες και υπερφορολογούμενοι πολίτες, που βλέπουν καθημερινά να διακυβεύεται η ίδια η επιβίωσή τους, όπως και η διάσωση των επιχειρήσεών τους, για να μπορούν κάποιοι άλλοι να «πωλούν» κοινωνική ευαισθησία.