«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;…»
Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΠΟΙΗΤΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες 80 χρόνια από τα θλιβερά γεγονότα του Μάη του 1936 της Θεσ/κης. Η τετραετία (1928-1932) του Ελ. Βενιζέλου, στην οποία σημειώθηκε οικονομική, βιομηχανική ανασυγκρότηση και θεσμική θεμελίωση (ίδρυση του Συμβουλίου Επικρατείας, της Αγροτικής Τραπέζης κλπ.), είχε παρέλθει. Τα κινήματα του 1933 και ιδίως του 1935, η παλινόρθωση της Βασιλείας (1935), ο θάνατος του Κονδύλη (31 Ιανουαρίου 1936), ο θάνατος του Ελ. Βενιζέλου (19 Μαρτίου 1936), ο θάνατος του Πρωθυπουργού Κ. Δεμερτζή (13 Απριλίου 1936), πλήγωσαν περαιτέρω τον Κοινοβουλευτισμό, όπως εκφραζόταν από τον παλαιοκομματισμό. Οι κομμουνιστές βουλευτές σε μυστικοσυμβούλια συνεργάζονται με τον Θεμ. Σοφούλη και σε άλλα με τον Τσαλδάρη. Ο Γεώργιος ο Β’ διορίζει πρωθυπουργό τον Υπουργό Στρατιωτικών Ιωάννη Μεταξά, Αρχηγό του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων, που αριθμούσε 6 βουλευτές, ο οποίος δεν έκρυβε τις φιλοδικτατορικές του ιδέες. Ψήφο εμπιστοσύνης αρνήθηκαν ο Καφαντάρης, ο Παπαναστασίου και ο Σκλάβαινας του Παλαϊκού Μετώπου (Κ.Κ.Ε.). Θερμαίνονται οι κίνδυνοι των λαϊκών ελευθεριών και οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί παρακμάζουν και τελούν σε έκδηλη σήψη.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του βουλευτή Ηλείας Βάσου Στεφανόπουλου (Λαϊκού κόμματος) της 29ης Απριλίου 1936, κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβερνήσεως: «Χθες ακόμη εις μίαν μακράν και ολονύκτιον συνεδρίασιν ηναγκάσθημεν να κηρύξωμεν την χρεωκοπίαν του λεγομένου Κοινοβουλευτισμού. Είδομεν το θέαμα ενός κόμματος, το οποίον ο λαός επλούτισεν με 120 βουλευτές και ενός άλλου με 80 και ενός άλλου με 40 να μη δύναται κανέν εξ αυτών αλλ’ ούτε, δυστυχώς, όλα μαζί να δώσωμεν Κυβέρνησιν εις τον τόπον. Και εκαλέσαμεν τον Αξιότιμον Αρχηγόν των Ελευθεροφρόνων. Αρχηγόν κατά πάντα βεβαίως άξιον τιμής και διά το ένδοξον παρελθόν και διά το τίμιον παρόν και διά το εύελπι μέλλον, αλλά Αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βουλήν ταύτην και κατεθέσαμεν εις τους πόδας αυτού, άλλοι την εμπιστοσύνην μας διά διαμαρτυριών, όπως προσφυέστατα παρετηρήθη, και άλλοι την ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και 240 Ναι, τα οποία εξεφωνήθησαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως Κοινοβουλετισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως Εθνική Κυριαρχία. Και έτι πλέον, κ. Βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι, τι είδος ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή, όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς!».
Στις αρχές Μαΐου 1936 απεργιακές κινητοποιήσεις έγιναν σε όλη τη χώρα, με τις οποίες οι καπνεργάτες ζητούσαν την αύξηση των ημερομισθίων σε 120-130 δρχ. με βάση παλαιότερη (1924) συμφωνία εργοδοτών-εργατών. Οι εργοδότες προσέφεραν 75-80 δρχ. Η κυβέρνηση Μεταξά τάχτηκε με το μέρος των εργοδοτών. Το πρωί της 8ης Μαΐου 5-6.000 δυναμικοί καπνεργάτες διαδήλωναν στη Θεσ/κη και θέλησαν να επιδώσουν ψήφισμα στη Γενική Διοίκηση. Η χωροφυλακή τους απαγόρευσε την κίνηση αυτή και από τις συμπλοκές, που ακολούθησαν, πολλοί εργάτες τραυματίστηκαν σοβαρά. Το βράδυ της ίδιας ημέρας σε ένδειξη αλληλεγγύης στους καπνεργάτες απήργησαν οι εργάτες ηλεκτρισμού, οι αυτοκινητιστές, οι σιδηροδρομικοί και οι τροχιοδρομικοί. Επιστρατεύονται οι σιδηροδρομικοί και οι τροχιοδρομικοί, με άλλη δε διαταγή το Γ’ Σώμα Στρατού αναλαμβάνει να επαναφέρει την τάξη.
Την επομένη ημέρα, 9 Μαΐου η εξέγερση γενικεύτηκε. Έκλεισαν στη Θεσ/κη τα καταστήματα, απήργησαν και οι άλλοι κλάδοι (μυλεργάτες, αρτεργάτες, λιμενικοί κλπ.), ώστε ο αριθμός των απεργών να έχει ανέρθει σε 25.000 (περίπου). Οι διαδηλωτές προσπαθούν να φθάσουν στο Διοικητήριο, αλλά η Χωροφυλακή αντιδρά βίαια, με όπλα και με τα τεθωρακισμένα. Στη δράση και οι «Κένταυροι», δηλ. οι έφιπποι χωροφύλακες. 12 νεκροί διαδηλωτές, 32 πολύ βαριά τραυματισμένοι και εκατοντάδες ελαφρά. Τόση ήταν η επιθετικότητα της Χωροφυλακής, ώστε αναγκάστηκε ο Στρατός ν’ αναλάβει εις βάρος της δράση, για να σταματήσει. Οι χωροφύλακες αποσύρθηκαν στα Αστυνομικά Τμήματα και τα καθήκοντα τάξεως ανετέθησαν στον Στρατό.
Όμως ο Στρατός συναδελφώθηκε με το Λαό! Οι απλοί διαδηλωτές στεφάνωναν τα όπλα των στρατιωτών. Για λίγες ώρες ο λαός της Θεσ/κης ήταν ο μόνος κύριος της πόλης και η μόνη πηγή εξουσίας. Περαιτέρω επεισόδια δεν έγιναν. Στις 10 Μαΐου 1936 πάνδημα κηδεύτηκαν οι νεκροί. Προσπάθειες στελεχών του Κ.Κ.Ε. για άλλης μορφής εκμετάλλευση, της εξέγερσης, απέτυχε. Ο λαός πειθάρχησε στις Αρχές. Ο Μεταξάς διόρισε Υπουργό Εσωτερικών τον συνταγματάρχη Θεόδωρο Σκυλακάκη, γνωστό φιλοφασιστή. Ο αγέλαστος βασιλιάς, Γεώργιος Β’ και ο Ιωάννης Μεταξάς, χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα τα γεγονότα αυτά για να επιβάλουν την δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936.
Ο Άγγλος πρόξενος στη Θεσ/κη, που έζησε τα γεγονότα, σημείωσε: «Κάθε φορά που εκδηλώνεται δυσαρέσκεια σε τούτο το νομό, οι αρχές… αποδίδουν το πρόβλημα σε κομμουνιστικές ενέργειες, τις οποίες σπεύδουν να καταστείλουν. Καίτοι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει στη Θεσ/κη κομμουνιστική οργάνωση –πολύ πιθανόν σε άμεση επικοινωνία με τη Μόσχα–, ο αναβρασμός, όμως, των εργατών οφείλεται περισσότερο στην εύλογη δυσαρέσκειά τους για τη θλιβερή κατάσταση, που χρονίζει, και λιγότερο στην κομμουνιστική προπαγάνδα. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στη φοβερή οικονομική κατάσταση που επικρατεί στις κατώτερες τάξεις και ιδιαίτερα στους εργάτες…». Μια μάνα περπατώντας σε μια πλατεία, είδε το γιο της νεκρό. Κάποιος φωτογράφησε την εικόνα του σπαραγμού της. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος είδε τη φωτογραφία αυτή σε εφημερίδα και εμπνεύστηκε τη συγγραφή του ποιήματος «Ο Επιτάφιος».