Ο νέος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός κοροϊδεύει εαυτόν και αλλήλους, όποτε θα «παίξει το παιχνίδι» του για όσο χρόνο μπορεί. Μετά όμως…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟ, ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ
Πανίσχυρος στην γαλλική πολιτική σκηνή αλλά και με ειδικό βάρος στην Ευρώπη, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν έχει μπροστά του την διαχείριση μίας δύσκολης αλλά και αποφασιστικής για πολλά θέματα περιόδου. Πριν απ’ όλα, πρέπει να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην Γαλλία, σε μία περίοδο που η χώρα του θα κληθεί να αυξήσει δαπάνες ασφάλειας και άμυνας, οι οποίες όμως θα εντάσσονται και σε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο. Παράλληλα, θα χρειαστεί να χειριστεί την επαναδυνάμωση του γαλλο-γερμανικού άξονα, σε μία περίοδο ιδιαίτερων φιλοδοξιών για την Γερμανία.
Από την άποψη αυτή, το ελληνικό πρόβλημα προσφέρει στον Εμμ. Μακρόν μία ευκαιρία να δείξει ότι έχει ηγετικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά το ερώτημα είναι έως που μπορεί να πάει, με συνομιλητή του τον Αλ. Τσίπρα με τον οποίον δεν έχει σχεδόν κανένα κοινό σημείο. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά ο Γάλλος πρόεδρος ότι η «ελληνική ασθένεια» είναι ανίατος. Ιδιαίτερα δε με την σημερινή κυβέρνηση, η οποία κοροϊδεύει εαυτόν και αλλήλους. Θα καταφέρει όμως να προσφέρει κάποια ψίχουλα στον Αλέξη Τσίπρα, μετά την ακύρωση της πολιτικής στρατηγικής του που είχε αιχμή το χρέος; Για την Γαλλία αυτό έχει σημασία, γιατί θα προσδώσει κάποιους πολιτικούς πόντους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, που αναζητεί βηματισμό.
Με βάση έτσι το παραπάνω σκεπτικό, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ, που ήταν υποψήφιος για την αρχηγία της δεξιάς πριν λίγους μήνες, στην διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα είχε στις βαλίτσες του το σχέδιο που προβλέπει ρήτρα ανάπτυξης για την διαχείριση του χρέους και με βάση το οποίο η Ελλάδα θα αποπληρώνει το χρέος της σύμφωνα με τους ρυθμούς ανάπτυξης της. Πρόκειται για ένα σχέδιο που στο παρελθόν είχε εφαρμοστεί στην μεταπολεμική Γερμανία, ενώ σε κάποια μνημονιακή φάση το είχε προτείνει και η Αθήνα στους εταίρους-δανειστές, χωρίς όμως να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη. Και ο λόγος είναι απλός. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει ανάπτυξη, γιατί αυτή προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις τις οποίες δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει. Πώς λοιπόν η πληρωμή χρεολυσίων θα συνδέεται με την ανάπτυξη μίας χώρας η οποία …δεν θέλει να αναπτύσσεται; Ποια ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει σε μία χώρα που καταδιώκει τις επενδύσεις, ξορκίζει την επιχειρηματικότητα και διαλύει το εκπαιδευτικό της σύστημα;
Απλώς, στην χώρα αυτή, οι Γάλλοι –που γνωρίζουν από τα μέσα την πραγματικότητα– κάνουν τα στραβά μάτια γιατί έχουν αναλάβει το έργο επανοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και δεν θέλουν να δείξουν ότι ηττήθηκαν από την ελληνική γραφειοκρατία. Στηρίζουν έτσι μία υπόθεση που γνωρίζουν ότι είναι χαμένη, αλλά πρέπει να σώσουν τα προσχήματα.
Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία, η οποία έχει σοβαρά προβλήματα με την τρομοκρατία, γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι πύλη εισόδου τζιχαντιστών από Συρία και Τουρκία, έχει κάθε λόγο να διατηρεί αγαθές σχέσεις με την χώρα μας, που είναι και βασική πηγή πληροφοριών.
Μέσα λοιπόν στο νέο περιβάλλον διαφόρων επιπέδων που δημιουργείται στην Ευρώπη, η Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν έχει κάθε λόγο να διατηρεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα, η οποία, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να γίνει και ενεργειακή πύλη για την Ευρώπη.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, παράπλευρα με την γαλλική πρόταση για άρση του αδιεξόδου (μέσα στο οποίο έπεσε μόνος του ο Έλληνα πρωθυπουργός), στην αναπτυξιακή διάσταση που προτείνουν οι Γάλλοι τίθεται και η αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων από τα διαρθρωτικά Ταμεία, το πακέτο Γιούνκερ και άλλους πόρους, αλλά και με αυξημένη εκταμίευση ποσών για την δόση. Βάσει του Compliance Report της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ιούνιος 2016) προβλέπεται η δυνατότητα για εκταμιεύσεις ύψους έως 13,3 δισεκατομμυρίων ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2017 αφού θα είχε ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση –με τα 5,1 δισεκατομμύρια ευρώ να αφορούν στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς την αγορά. Σε αυτά τα ποσά ποντάρει η κυβέρνηση ώστε, αφ’ ενός, να στηρίξει την ανάπτυξη και, αφ’ ετέρου, να ανασκευάσει την μέχρι τώρα ρητορική της, δίνοντας έμφαση στο μομέντουμ της οικονομίας.
Αυτή η ρητορική, ωστόσο, δύσκολα ανασκευάζεται όταν είναι γνωστό το ποιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της εξουσίας οι οποίοι, βολεύονται μεν με τις καρέκλες που έχουν, πλην όμως πρέπει να πουλάνε και ιδεολογικά φούμαρα στους «οπαδούς» και στο ιερατείο των Εξαρχείων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η διγλωσσία του Αλέξη Τσίπρα μόνον καταστροφικά αποτελέσματα έχει για την οικονομία και την κοινωνία. Οι εταίροι μας, και κυρίως η γερμανική πλευρά, γνωρίζουν πολύ καλά πλέον με ποιον έχουν να κάνουν και τί μπορούν να περιμένουν από αυτόν. Κατά συνέπεια, η γαλλική σανίδα σωτηρίας το πολύ να βοηθήσει τους Συριζανέλ να κρατηθούν λίγους μήνες ακόμη στην εξουσία –χωρίς, όμως, να είναι ορατό υπό ποιους καταστροφικούς όρους θα φύγουν από αυτήν.
Κατά τα λοιπά, ποια όσμωση μπορεί να υπάρξει μεταξύ του μουσικόφιλου, πολυσπουδασμένου και φιλοσοφημένου Εμμάνουελ Μακρόν και του λαϊκιστή Αλέξη Τσίπρα, είναι κάτι που ανάγεται στην εφαρμοσμένη ψυχολογία και άρα μας ξεπερνά