Μπορεί ο βυζαντινός ελληνισμός να έδυσε στον ματωμένο Βόσπορο την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453, η αρχή όμως έγινε στις 26 Αυγούστου 1071, στον καταραμένο τόπο του Μαντζικέρτ, στον οποίο ο στρατός της Αυτοκρατορίας υπέστη συντριπτική ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη και επέβαλαν ταπεινωτικούς όρους
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΠΟΙΗΤΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Την Πρωτοχρονιά του 1068 ο Ρωμανός Δ’ Διογένης εστέφθη Αυτοκράτωρ, μετά τον θάνατο του Κων/νου Δούκα και αφού ενυμφεύθη την όμορφη χήρα Ευδοκία Μακρεμβολίτισα. Γενναίος, αρρενωπός, αλλά πολύ αλαζόνας ο νέος Αυτοκράτωρ ονειρεύτηκε νέα δόξα για την Βασιλεύουσα. Αντίπαλοι του νέου Αυτοκράτορα ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, αδελφός του εκλιπόντος Αυτοκράτορα, άνθρωπος με μειωμένη πνευματική οξυδέρκεια και ο Ψελλός, ευφυής άνθρωπος και φιλόσοφος, αλλά ραδιούργος και κόλακας, ο οποίος συν τοις άλλοις είχε σφαλερή γνώμη ότι οι Τούρκοι είναι «μία μακρινή υπόθεση» για το Βυζάντιο. Πολέμησαν και οι δύο την ενθρόνιση του γενναίου Καπαδόκη Ρωμανού Δ’ Διογένη, αλλά απέτυχαν. Ο Κωστής Παλαμάς στην «Φλογέρα του Βασιλιά» σημειώνει: «Που καβαλάρης άνεμος απ’ τα βουνά του Πόντου / Κι απ’ τα αρμένικα στενά χυνόταν ως τους κάμπους…». Τον χειμώνα του 1071 ο Ρωμανός Διογένης αποφάσισε να συγκρουσθεί με τους Σελτζούκους Τούρκους, των οποίων ηγείτο ο γενναίος αρχηγός τους Αλπ Αρσλάν. Η τεράστια στρατιά των Βυζαντινών αριθμούσε τουλάχιστον 40.000 ανδρών κυρίως μισθοφόρων (Έλληνες, Ίβηρες, Αρμένιοι, Φράγκοι, Ρως, Αλβανοί, Πατζινάκες κ.λπ.). Ο Ρωμανός παραπλάνησε τον Αρσλάν για τα σχέδιά του. Έτσι ο Σελτζούκος αρχηγός ανέλαβε την πολιορκία του Χαλεπίου. Η στρατιά των Βυζαντινών το Καλοκαίρι του 1071 άρχισε την πορεία της προς την Μαντζικέρτ. Ο Αυτοκράτωρ έκανε τρία λάθη σοβαρά: Πρώτον, έθεσε επικεφαλής της οπισθοφυλακής τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του πολιτικού του αντιπάλου. Δεύτερον, δεν εκτίμησε ορθά τις δυνατότητες του αντιπάλου του, ο οποίος έλυσε την πολιορκία του Χαλεπίου και βρισκόταν στην Θεοδοσιούπολη, όχι πάνω από 200 χλμ. Τρίτον, ανέθεσε στον στρατηγό Ταρχανιώτη αποστολή νοτιότερα από το Μαντζικέρτ, επικεφαλής 20.000 ιππέων, δηλαδή του μισού στρατού. Αυτό το απόσπασμα στρατού χάθηκε! 50 χλμ. νοτιότερα του Μαντζικέρτ, στην ουσία πρόδωσε τον Αυτοκράτορα.
Την Παρασκευή 26 Αυγούστου 1071 όλα είναι έτοιμα ν’ αρχίσει η μεγάλη μάχη. Ο Αυτοκράτωρ περιμένει με αγωνία τον Ταρχανιώτη με τον μισό στρατό, αλλά εκείνος χάθηκε; δεν ήρθε ποτέ. Πρεσβεία Τούρκων, όλως αιφνιδίως, ζητεί από τον Αυτοκράτορα να θέσει τους όρους για ειρήνη. Η απάντηση υπήρξε αλαζονική: «Τους όρους μου θα τους θέσω όταν στήσω τα λάβαρά μου στη σκηνή του Σουλτάνου». Η μάχη ξεκίνησε και ήταν σκληρή. Στρατηγικά λάθη των Βυζαντινών αλληλοδιάδοχα. Την ώρα δράσεως της οπισθοφυλακής του Ανδρόνικου Δούκα, δόθηκε ψευδής αναφορά ότι ο Ρωμανός είναι νεκρός, διατάχτηκε γενική υποχώρηση. Κάποιος φώναξε «Οι Τούρκοι μας σφάζουν» κι έτσι όλα χάθηκαν. Η φυγή έγινε πανικόβλητη και καταστροφική. Ο Αυτοκράτωρ τραυματίστηκε και οι πιστοί του τον κάλυψαν με τα σώματά τους. Μακάρι να τον άφηναν να πεθάνει, αν ήξεραν τη συνέχεια. Όταν ξημέρωσε η επομένη ημέρα οι Τούρκοι ανέσυραν το σώμα ενός αναίσθητου πολεμιστή, ο οποίος ήταν θαμμένος κάτω από πολλά πτώματα. Η πανοπλία του έδειχνε ότι ήταν ο Αυτοκράτωρ. Ο Αλπ Αρσλάν κάλεσε τους αιχμαλώτους να κάνουν την αναγνώριση. Αυτοί σύσσωμοι τον αναγνώρισαν και τον προσκυνούσαν. Ο Αλπ Αρσλάν τον αγκάλιασε και του είπε: «Μη φοβάσαι, βασιλιά, θα τιμηθείς όπως ταιριάζει στο υψηλό αξίωμά σου». Γράφει ο Κωστής Παλαμάς: «Κι ύστερα να! Σκλάβος του Σουλτάνου, / Κι ύστερα πιο λυπητερός ραγιάς, πανάθλιος δούλος / μέσα στη χώρα που όριζε. Κι έφαε την καταφρόνια, / του μουλαριού το λάχτισμα, το φτύσιμο του Εβραίου, / το δαρμό, το βασάνισμα, την τύφλα». Ο νικητής ρώτησε τον ηττημένο Αυτοκράτορα πώς θα του συμπεριφερόταν αν η νίκη ήταν αντίθετη. Ο Ρωμανός του είπε: «Θα σε υπέβαλλα σε βασανιστήρια».
Τότε ο Αρσλάν του είπε: «Η τιμωρία μου είναι πολύ χειρότερη… Σε αφήνω ελεύθερο…». Ουσιαστικά την ευθύνη της ήττας φέρει η κρατούσα τάξη της Κων/λεως, η οποία αντέδρασε στην προσπάθεια του Ρωμανού να συγκεντρώσει φόρους για να ενισχυθούν τα στρατεύματα. Η συμφωνία υπήρξε ατιμωτική για το Βυζάντιο: Άμεση πληρωμή μεγάλου χρηματικού ποσού, πληρωμή ετήσιου φόρου στους Τούρκους, παράδοση σ’ αυτούς των πόλεων Μαντζικέρτ, Αντιόχειας, Ιεράπολης και Έδεσσας, σύναψη γάμου μεταξύ του γιου του Αλπ Αρσλάν και της κόρης του Ρωμανού κλπ. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι επεκτάθηκαν κι άλλο. Το 1077 εγκαθίδρυσαν την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια. Οι Βυζαντινοί έχασαν σχεδόν όλη την Ανατολή. Ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε. Σε δύο μάχες ο Ρωμανός ηττήθηκε. Ο Ιωάννης Δούκας και ο Ψελλός τον δηλητηρίασαν, αλλά το δηλητήριο δεν επέφερε τον θάνατο κι έτσι τον ετύφλωσαν κατά τρόπο κτηνώδη. Στις 4 Αυγούστου του 1072 σύρθηκε σε εξαθλίωση στην Προποντίδα, όπου ξεψύχησε. Η Ευδοκία, έκπτωτη πλέον, τον έθαψε στη νήσο Πρώτη και στη συνέχεια έγινε μοναχή. Το τέλος του Ρωμανού ο Κωστής Παλαμάς είδε ως εξής: «Κι ατάραχος, μαρτυρικός / απάνω στην αγκαλιά μιας ρήγισσας που δεν τον γνοιάστηκε / όταν η δύναμή του βρόνταγε κι άστραφτε το σπαθί του / δυσκολομάντευτη ψυχή, θαμπή καρδιά γυναικεία / μα που τον ψυχοπόνεσε σαν ήρθε το κορμί του / κι έγινε γέλιο και ντροπή του πρωτινού κορμιού του, / τον πληγιασμένο μισερό, τον παραπεταμένο, / κι ήρθε, του παραστάθηκε τα μάτια να του κλείσει, / κι απάνου χτυπούσανε φτερούγια αβάσταγα όρνια, / και τα κοράκια κράζανε κι οι κίσσες γύρες φέρναν».
Ο Αλπ Αρσλάν πέθανε το 1072, λίγο καιρό μετά τον Ρωμανό, σε μονομαχία με Ιρανό φύλαρχο. Ήταν μόλις 42 ετών. Διέταξε να γραφεί στον τάφο του το εξής επίγραμμα: «Όλοι εσείς που είδατε το μεγαλείο του Αλπ Αρσλάν να αγγίζει τα ουράνια, δείτε το τώρα να μετατρέπεται σε σκόνη».