Συχνά – πυκνά και με περισσή ευκολία γονείς και εκπαιδευτικοί κατηγορούμε παιδιά και μαθητές και συνολικά τους νέους ότι εμφανίζονται αδιάφοροι στις προκλήσεις της ζωής ή ότι δεν έχουν κατακτήσει βασικά στοιχεία αγωγής – για παράδειγμα δεν σέβονται και δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΤΣΟΥΛΙΑ,
ΠΡΩΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΟΛΜΕ
Πρόκειται για μια διαχρονική αιτίαση των «μεγάλων» απέναντι στη νεολαία και αποτελεί μάλλον συστατικό στοιχείο στο ονομαζόμενο «χάσμα γενεών».
Αυτή η θεώρηση έχει – κατά τη γνώμη μου – σχετική αξία και θα πρέπει να την εκφέρουμε με φειδώ και ιδιαίτερη προσοχή. Πάντα οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί με αίσθημα αγάπης και φροντίδας για το μέλλον των νέων γίνονται υπερβολικοί στις απαιτήσεις τους και όταν εκτιμούν ότι οι νέοι δεν ανταποκρίνονται στα δικά τους όνειρα και στις υπερβολικές φιλοδοξίες τους, τότε αρχίζουν οι εύκολες αιτιάσεις. Στο ζήτημα του σεβασμού σαφώς και έχουμε πρόβλημα αλλά δεν αφορά κυρίως τους νέους και πολύ περισσότερο τα παιδιά. Η σημερινή κοινωνία δεν έχει κρατούσα αξία το σεβασμό – δεν σεβόμαστε τον κάθε άνθρωπο ούτε τις βασικές λειτουργίες της πολιτείας ούτε τα δημόσια αγαθά ούτε τους θεσμούς. Ο εγωκεντρισμός και η αλαζονεία ομού με ένα μείγμα αμορφωσιάς και λαϊκισμού συνθέτουν την κυρίαρχη υποκουλτούρα μας.
Πώς μπορεί ένα παιδί να ζήσει σε κόσμο σκληρά ανταγωνιστικό, σε μια κοινωνία απόρριψης κάθε ανθρωπιστικής αξίας, όταν βιώνει μια πραγματικότητα έλλειψης αλληλοσεβασμού και ταπεινοφροσύνης, όταν επικρατούν οι «φελλοί» και η αξιοκρατία είναι μια άγνωστη εν τοις πράγμασι έννοια και μια χίμαιρα για αφελείς; Κι όμως αν ο σεβασμός των παιδιών και των νέων παλιότερα ήταν πράγματι υπαρκτός, δεν στηριζόταν σε ένα προοδευτικό αξιακό φορτίο αλλά στην «αισθητική του φόβου». Και αυτό διαφάνηκε στην πορεία, αφού η γενιά που ως μαθητική εικόνα είχε το σεβασμό ως πρώτη επιλογή στη συνέχεια ως πατρική γενιά δεν μπόρεσε να την περάσει και στη διαδοχική της γενιά.
Ωστόσο, είναι εντελώς άδικο να κατηγορούμε τη νέα γενιά για έλλειψη ευαισθησίας. Πρόκειται για μια πρόχειρη – στην καλύτερη περίπτωση – αναφορά που συγκρούεται με την πραγματικότητα. Αν κάποιος εστιάσει με προσοχή στη συμπεριφορά των νέων στη μαθητική ζωή, αν ερμηνεύσει συνολικά τη δική τους ματιά για τον κόσμο που «κληρονομούν» και κυρίως αν μπορεί να απογυμνώσει την υποκρισία της κοινωνίας όσον αφορά τη φοβερή διάσταση των κρατουσών αξιών μεταξύ σχολείου και κοινωνίας, τότε με απόλυτη βεβαιότητα θα συμπεράνει ότι στις σκέψεις των νέων βαραίνουν πολλές σκιές, τις οποίες εμείς τις βαφτίζουμε ως έλλειψη ευαισθησιών.
Όσες φορές συζήτησα με επιμέλεια με κάποιον μαθητή / κάποια μαθήτρια – είτε με αφορμή κάποιο γεγονός τιμωρίας από το σχολείο είτε με κίνητρο μια δημιουργική εργασία που συνεχώς ζητούσα – πάντα ξαφνιαζόμουνα με τη λανθασμένη και επί το αρνητικότερο εικόνα που είχα γι’ αυτόν / αυτή. Διαπίστωνα έναν κόσμο όχι απλά και μόνο έντονου συναισθηματισμού – που ούτως ή άλλως ευδοκιμεί στην νεανική ψυχή – αλλά και τον πλούτο των ευαισθησιών που εξέφραζαν και μάλιστα σε πεδία που δεν πήγαινε καθόλου η σκέψη μου. Ψυχανεμίζονταν και διαισθάνονταν αθέατες σε μένα όψεις της μαθητικής και μαθησιακής εικόνας και η όποια εμπειρία μου κρινόταν ανεπαρκής.
Τελικά και όσο εκτεινόταν η παιδαγωγική μου τροχιά ένιωθα όλο και πιο αβέβαιος για την προσέγγιση του κόσμου των μαθητών, μια προσέγγιση που αν δεν την έχεις, δεν μπορείς να διδάξεις ή νιώθεις ότι διδάσκεις αλλά αυτή η αίσθηση είναι απλώς αυτοανοφορική και τίποτα πέραν τούτου. Άλλωστε ένα από τα μεγάλα ζητήματα που επιζητούν επιστημονική προσέγγιση είναι η βαθιά επίγνωση εκ μέρους των εκπαιδευτικών της ψυχολογίας και του συναισθηματικού σύμπαντος των μαθητών γενικά και κάθε μαθητή ειδικά.
Συμπερασματικά, ισχυρίζομαι ότι το μεν ζήτημα του σεβασμού στους νέους υποκύπτει στη γενικότερη απαξίωση αυτής της υπέρτατης αξίας στην κοινωνία το δε ζήτημα των ευαισθησιών τους απαιτεί πιο επιστημονική και πιο παιδαγωγική θεώρηση. Σε κάθε περίπτωση, η βαθιά αγάπη προς τη διδασκαλία και προς τους νέους συνεργεί στην καλύτερη προσέγγιση των προαναφερθέντων προβλημάτων.
Παράλληλα, οφείλουμε οι εκπαιδευτικοί να είμαστε ταπεινοί, να εμπνέουμε το σεβασμό και όχι να τον διακηρύσσουμε θεωρητικά, και να διαλεγόμαστε ουσιαστικά με τους μαθητές. Στη σχολική αίθουσα πλεονάζουν οι αβεβαιότητες και οι ισορροπίες πάντα είναι ασταθείς. Και αυτό δεν πρέπει να λειτουργεί ως μειονέκτημα αλλά ως συνεχής πρόκληση για την κατανόηση του ψυχισμού και του τρόπου σκέψης, των ονείρων και των φιλοδοξιών κάθε μαθητή. Άλλωστε, η ομορφιά της διδασκαλίας έγκειται κυρίως στο «πλησίασμα των ανθρώπων».