Μετά από ένα μείζον εκπαιδευτικό αλλά και κοινωνικό ζήτημα, ίσως είναι απαραίτητη μια σχετική ανάλυσή του, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω ζήτημα είναι επαναλαμβανόμενο κάθε χρόνο. Και έχει σημασία να δούμε τον απόηχό του, γιατί ένας απολογισμός πάντα εμπεριέχει στοχασμούς και αυτοκριτική, περισυλλογή και ψύχραιμη αποτίμηση.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΤΣΟΥΛΙΑ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (ΠΕΚ)
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από το πώς βλέπουν / πώς είδαν τις πανελλαδικές εξετάσεις οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, οι υποψήφιοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εκείνο που κυριαρχεί σ’ όλους και όλες είναι σίγουρα η ψυχική κούραση, γιατί επί έναν χρόνο βρίσκονταν σε μια διαρκή δοκιμασία, σε μια ένταση πρωτόγνωρη στη ζωή τους. Οι πανελλαδικές εξετάσεις ωριμάζουν με έναν απότομο τρόπο μαθητές και μαθήτριες ίσως γιατί είναι η πρώτη φορά που οι έφηβοι βρίσκονται ενώπιον μιας τόσο μεγάλης ευθύνης απέναντι στον εαυτό τους και όχι μόνο. Η ψυχική κούραση προκύπτει όχι μόνο από το βάρος των μεγάλων προσδοκιών που συνοδεύει την όλη διαδικασία αλλά και από το γεγονός ότι το όλο σκηνικό έχει έντονα δραματοποιημένα χαρακτηριστικά.
Οι περισσότεροι των υποψηφίων εκείνο που αισθάνονται πιο πολύ είναι η αίσθηση ότι θα μπορούσαν να τα πάνε καλύτερα, ότι θα μπορούσαν να αποφύγουν κάποια λάθη τους ή κάποιες παραλείψεις τους. Και μόνο το γεγονός της κοινής και γενικευμένης αυτής της αίσθησης από μόνο του δηλώνει ότι «είναι μέσα στο παιχνίδι» των εξετάσεων οι όποιες οριακές απώλειες και ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας πολυαπασχολούν. Δύσκολα και πάντως οριακά μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι αποδίδει το 100% των δυνατοτήτων του.
Στη συνέχεια μπορούμε να αναφέρουμε εκείνη την περίπτωση των υποψηφίων που πράγματι απέτυχαν, που δεν απέδωσαν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους και κυρίως σύμφωνα με τις προσδοκίες τους. Εδώ οφείλουμε να κάνουμε μια διευκρίνιση. Οφείλουμε να πούμε ότι η έννοια της αποτυχίας είναι σχετική για δύο και μάλιστα αντιτιθέμενους λόγους. Πρώτον, το επίπεδο των εξετάσεων είναι συνήθως πολύ υψηλό, το περιεχόμενό τους έχει υπερβολική απαιτητικότητα λόγω του ανταγωνιστικού του χαρακτήρα και επομένως δεν πρέπει να χρεώνουν στον εαυτό τους οπωσδήποτε μια ισχυρή απόχρωση αποτυχίας. Δεύτερον, οι προσδοκίες των μαθητών εκπηγάζουν εν πολλοίς και από μια ψευδή αυτοεικόνα που έχουν οι ίδιοι οι μαθητές και που τη δημιουργούμε και εμείς οι εκπαιδευτικοί. Συγκεκριμένα, θέλουν να αγνοούν ότι η βαθμολογία του λυκείου ιδιαίτερα στη τελευταία τάξη έχει ως έναν βαθμό πλασματικό χαρακτήρα και ακόμα η εικόνα που τους δίνει το φροντιστήριο είναι και αυτή πλασματική, με τελικό αποτέλεσμα να αποκτούν μια κίβδηλη εικόνα για την πραγματική τους μαθησιακή δυνατότητα.
Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρουν οι υποψήφιοι σε περίπτωση επιμέρους αποτυχίας είναι μια μάλλον εύκολη υπόθεση. Συγκεκριμένα, μπορούν να αναπροσαρμόσουν τις επιδιώξεις τους επιλέγοντας μια συγγενική σχολή σε σχέση με την πρώτη τους προτεραιότητα. Και αυτό δεν συνιστά – κατά τη γνώμη μου – κανενός είδους πρόβλημα, αφού εκείνο που τελικά θα μετρήσει είναι η προσπάθεια που θα κάνουν στο πανεπιστήμιο και η διάσταση που θα δώσουν στο μετά το πτυχίο πεδίο τους. Η πραγματική μάχη είναι κυρίως σ’ αυτό τα πεδία.
Αν και εμφανίζεται η παρακάτω παρατήρηση ως άκαιρη, θα ήθελα να σημειώσω το εξής. Δεν δικαιολογείται μετά απ’ αυτή την επίπονη και τουλάχιστον δίχρονη προσπάθειά τους, οι πρώην μαθητές / μαθήτριες να οδηγούνται σε μια παρατεταμένη «αγρανάπαυση» και να χάνουν ουσιαστικά ένα έτος από τις σπουδές τους. Και το πιο σημαντικό, δεν πρέπει να δημιουργούν με τη συμπεριφορά τους τη εικόνα ότι το διάβασμα και η σχέση μας με τη γνώση είναι μια υπόθεση που μας επιβάλλεται από συγκεκριμένες επιλογές ή που αφορά κάποιες φάσεις της ζωής μας. Μια τέτοια εκδοχή αδικεί και τον εαυτό τους και το διάβασμα και την υπόθεση της γνώσης.
Αν το διάβασμα και η έφεσή μας για μάθηση δεν είναι συστατικά στοιχεία της ζωής μας, αν δεν γευόμαστε τη χαρά της μάθησης και της πνευματικής καλλιέργειας, αν δεν νιώθουμε ψυχική ευφορία με ένα ανοιχτό βιβλίο στο χέρι κανενός επιπέδου σπουδές δεν πρόκειται να μας δώσουν την υλοποίηση της φιλοδοξίας μας ή του κρυφού ονείρου μας. Και κάτι ακόμα, η ομορφιά στη ζωή δεν έγκειται στο να «τα δίνουμε όλα» σε κάποιες οριακές φάσεις της και μετά να επαναπαυόμαστε δήθεν σε κάποιες «δάφνες» αλλά στη συνεχή και συστηματική προσπάθειά μας – και εδώ η σχέση μας με τη γνώση δεν μπορεί παρά να είναι σχέση ζωής.