ΠΟΛΙΤΙΚΗ / ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ / ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ / ΥΓΕΙΑ / ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Flowers

Τα λουλούδια στη δημοτική ποίηση

σε Ελλάδα/Πολιτισμός

«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι Καλοκαίρι, / τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια, / τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…»

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ

Στενότατος υπήρξε ανέκαθεν ο δεσμός της λαϊκής ψυχής και των λουλουδιών, των αείχρονων ωραίων συμβόλων του κάλλους, της αγιότητος, της ημερότητος, της αρμονίας και της χαράς, με τα οποία τελειούται πνευματικώς ο ύψιστος βαθμός της ψυχικής επιδόσεως. Αγαπάει ο λαϊκός τραγουδιστής της ελεύθερης κι αμόλευτης υπαίθρου χώρας την πλάση, αγαπάει τα λουλούδια. Η παρουσία της πλάσης και των λουλουδιών, βγαίνει από μία ανάγκη, που υπηρετεί τη ζωή, ακόμη και το θάνατο (μοιρολόγια), όχι μόνον σαν απλή εικόνα, παρομοίωση ή στολίδι. Ο ξενιτεμένος έχει καημό για την γλυκειά πατρίδα πιο πολύ την άνοιξη με τα λουλούδια, μαραζώνει και λέει της εισαγωγής το τραγούδι.
Η κόρη της οποίας ο αγαπημένος βρίσκεται στην πικρή ξενιτειά χάνεται και μαραζώνει στα λουλούδια του παραθύρου της, σβήνει μαζί με αυτά: «Νεραντζούλα φουντωμένη, / πού είναι τ’ άνθη σου, / πού είναι η πρώτη σου ομορφάδα / και τα κάλλη σου; / – Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα τίναξε, / κ’ η φουρτούνα του πελάγου τ’ αποχάλασε…». Ο νέος της Ηπείρου που προσεγγίζει την πανωραία νέα κ’ ελπίζει στον έρωτά της τραγουδάει: «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ, μωρ’ Γιαννωτοπούλα μου, / μου λένε να το βάψω. / Κι αν το πετύχω στη βαφή πολλές καρδιές θα κάψω». Ο νέος που έχει αμφιβολίες για τον έρωτα της αγαπημένης του, με παράπονο της λέει: «Τριανταφυλάκι μ’ κόκκινο, / μήλο μου μυρωδάτο, / να σε φιλώ μαραίνεσαι, / να σε κρατώ κλονειέσαι, / βάνω σε στην αγκάλη μου / και λαχταρεί η καρδιά σου…». Κόκκινο τριαντάφυλλο είναι πάντα η ωραία κόρη. Αυτή πολλές φορές φοβάται να εκφράσει τον πόνο της στους ανθρώπους και τον μοιράζεται με το φεγγάρι, τα πουλιά και τα περιβόλια της: «Φεγγάρι μου που ’σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις, / πουλάκια που είστε στα κλαριά και στις κοντοραχούλες, / και σεις περιβολάκια μου με το πολύ το άνθι, / μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύστη της αγάπης;». Αλλού τραγουδούν: «Βασιλικός μυρίζει εδώ, κάποια τον έχει στο λαιμό. / Τον έχει η τσούπρα του παπά, περιπλεγμένον στα μαλλιά…». Από πολύ μακριά μπορεί να έρθει ο νέος, να φέρει λουλούδια στην αγαπημένη του: «Ξύπνα περδικομάτα μου, κι’ ήρθα στη γειτονιά σου, / χρυσά λουλούδια σου ’φερα, / να πλέξεις στα μαλλιά σου…». Τα αθώα λουλούδια επικαλείται η μάνα στο νανούρισμα του αγνού παιδιού της: «Ύπνε μου, κ’ έπαρέ μου το, / κι άμε το στα περβόλια, / και την ποδιά του γέμισε / τριαντάφυλλα και ρόδα. / Τα ρόδα να ’ν’ της μάνας του, / τα μήλα του κυρού του, / και τ’ άσπρα τριαντάφυλλα / να ’ναι του σάντουλού του» (santolo = νονός). Στα τραγούδια του Ακριτικού κύκλου, στα Κλέφτικα και στις Παραλογές, ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά τα λουλούδια. Στην παραλογή «Της κουμπάρας πόγινε νύφη», που τιμάται η δύναμη και η συνέχεια της πρώτης αγάπης, η νέα που εγκαταλείφθηκε όχι με θέληση του αγαπημένου της, αλλά των γονιών του, τραγουδάει: «Εγώ και μήνες και καιρούς / τον αγαπώ δεν είδα. / Τώρα τον βλέπω κ’ έρχεται / κάτω σ’ ανήλιο κάμπο, / άνθη τον τριγυρίζουνε / και μόσχοι τον μυρίζουν, / και τα σγουρά του τα μαλλιά / το νου μου συνεπήραν…». Μια άλλη νέα ανακοινώνει στη μάνα της ότι θα πάει μακριά, να στεφανωθεί τον αγαπημένο της και παίρνει την απάντηση της μάνας: «Σύρε, παιδί μου, στο καλό / και στην καλή την ώρα/ και να γιομίσει η στράτα σου / τριαντάφυλλα και ρόδα…». Και το βασικό, οργανικό στοιχείο του λουλουδιού εύρηται και σ’ άλλες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, στην προβολή των οποίων ο λαϊκός ποιητής θυμάται πάντα τα λουλούδια και τα κάνει εικόνα. Όταν η χιλιοστολισμένη κόρη πάει στην εκκλησία «ν’ αρραβοστεφανώσει» ο απλός ποιητής λαός της άδει: «Στο δρόμο όπου πήγαινε / τα μονοπάτια ανθούσαν. / Βάγιες την πάνε από μπρος, / και βάγιες από πίσω / και βάγιες απ’ τα δυο πλευρά / να μην την πιάσει ο ήλιος». Τα λουλούδια έχουν και ιδιότητες μεθυστικές και φέρουν τον ύπνο, κάνοντας τον άνθρωπο ν’ απολησμονιέται και χάνει την αγάπη του: «Ο δυόσμος κ’ ο βασιλικός και το μακεδονίσι, / πάν’ τα ματάκια μ’ βρύση, / ν’ αυτά μ’ αποκοιμήσανε και μου ’φυγε η αγάπη / κοντούλα και γιομάτη. / Παίρνω τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας, / το Θεό παρακαλώντας: / Μην είδες την αγάπη μου, την αγαπητικιά μου / τη φλόγα της καρδιάς μου; / Εψές την είδα σ’ αργαλειό, στον αργαλειό να υφαίνει, / κ’ εμένα δεν μου κρένει. / Υφαίνει τα μεταξωτά, υφαίνει τα λαχούρια, γειά σου αγάπη μου καινούργια». Ένα άλλο αριστουργηματικό λυρικό τραγούδι μιλάει για τα λουλούδια: «Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια, / όλον τον κόσμο εγέμισες λουλούδια και καλούδια». Αποφεύγει ο ποιητής λαός να περιγράψει την ομορφιά του λουλουδιού. Είναι ο υποσυνείδητος κληρονόμος του αρχαίου τραγουδιστή, που κατόρθωσε και ξέφυγε την περιγραφή της ωραιότερης γυναίκας του αρχαίου κόσμου και ο μιμητής του γλύπτη, που κρύβει το πρόσωπο του Αγαμέμνονα, σιμά στην καταδικασμένη Ιφιγένεια: «Τη στράτα σου νεφύτεψα μηλιές και κυδωνίτσες / και νερατζούλες και κιτριές και δάφνες και μυρσίνες». Η όμορφη γυναίκα διαβαίνει, ταράσσει τους άνδρες και μοσχοβολάει: «Σέρνουν τα πασουμάκια της του Μάη τα λουλούδια». Τα λουλούδια αυτοπροβάλλονται, καυχώνται, αλλά στο τέλος ο άγνωστος λαϊκός ποιητής θα ρητορεύσει το απόλυτο δίκιο, την υπεροχή και την κυριαρχία του τριαντάφυλλου: «Σωπάτε, βρωμολούλουδα, και σεις βρωμοβοτάνια, / τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσχομυρωδάτο, / τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, της άνοιξης στολίδι, / που το χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, / το Μάη τον μήνα φαίνομαι σε νιου γαμπρού κεφάλι, / σε παντρεμένης γόνατα, στου κοριτσιού τον κόρφο, / στης χήρας το προσκέφαλο βραδυάζω, ξημερώνω». Στον απαλό ίσκιο του λουλουδιού βλέπει κανείς ωραία όνειρα: «Στης μαντζουράνας τον ανθό έπεσα ν’ αποκοιμηθώ. / Κ’ είδα όνειρο μεγάλο… / Παντρεύουν την αγάπη μου για πείσμα για γινάτι μου / και της δίνουν τον εχθρό μου, για το πείσμα το δικό μου…».
Λόγιοι ποιητές ακολούθησαν τους λαϊκούς κι ασχολήθηκαν με τα λουλούδια: Πρώτος και καλύτερος ο Παλαμάς, ο Δροσίνης κι ο Πολέμης γεμίζουν με ρόδα, γαρύφαλλα και μενεξέδες, ο αρχοντικός Μαλακάσης μοσχομυρίζει κρίνα, ο Μαρκοράς και ο Αχιλλέας Παράσχος, ο Πάλλης, ο Εφταλιώτης, ο Βλαστός, ο Μαγκάκης, ο Πορφύρας, ο Ουράνης, ο Καβάφης, η Πολυδούρη «πλουσίως έθυσαν εις τα άνθη». Και κορυφαίος πάντα ο Σολωμός: «Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός κ’ ευθύς εγέμισε άνθη», «Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο», «Η Φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα / και με τη σκιά που φούντωσε και κλειεί δροσιές και μόσκους…», «Τριαντάφυλλα ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα», «και ρόδο μέσα μου πολύ, κρίνος πολύς ανθίζει»…

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

*

Πρόσφατα από Ελλάδα

Go to Top