Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να ’βγει ο βασιλέας.
Φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
«Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά, κ’ σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, νά ’ρτουνε τρία καράβια•
το ’να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν».
Η Δέσποινα ταράχτηκε, κι εδάκρυσαν οι εικόνες.
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις.
Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Το τραγούδι αυτό δομήθηκε από τον πάσχοντα λαό ευθύς αμέσως μετά την Άλωση της Πόλης το 1453. Παρατηρούμε ότι ο πρώτος στίχος του τραγουδιού είναι χρήσιμος για ποιητική προβολή, για διακοσμητική εισαγωγή στο τραγούδι. Η βάση στην υπόθεση του τραγουδιού εύρηται στον δεύτερο στίχο: «σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι». Από τα πολλά όμοια παραδείγματα των δημοτικών τραγουδιών, παραθέτουμε ένα: «Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λέν’ τ’ αηδόνια,/ κρυφά το λέει κι ο γούμενος από την Άγια Λαύρα:/ – «Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθείτε, / δεν είναι ο περσινός καιρός κι ο φετεινός χειμώνας». «Κρυφά», όμως, μόνον ο γούμενος, δηλαδή ο Παλαιών Πατρών Γερμανών έλεγε το μυστικό της Επανάστασης του 1821. Ο αριθμός των 62 παπάδων είναι αληθινός. Στην Αγιά Σοφιά υπήρχαν περίπου 130 κληρικοί. «Γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει». Και στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται Γέροντες Προφήτες να κάνουν καταγραφή αμαρτιών και συμφορών και να παρακολουθούν την εξίσωση, την αποπληρωμή δηλαδή του χρέους των αμαρτιών με αντίβαρο τις νέες δυστυχίες και τα δάκρυα. Και στην αρχαιότητα ο Δίας, αν και αγαπούσε τους Έλληνες, θεώρησε ότι έγιναν ανίεροι και θα πρέπει να τσακιστούν από τους Τρώες και νικημένοι να φύγουν από τα τείχη στον κάμπο, να πάρουν τα καράβια και «την Τρίτη την αυγή στην όμορφη πατρίδα τους να φθάσουν», όπως λέει ο θείος Όμηρος Στο τραγούδι αυτό λειτουργεί άριστα ο περίφημος «νόμος των τριών» της τεχνικής: Σταυρός – Βαγγέλιο – Αγία Τράπεζα. Και το σπουδαιότερο όλων, το άγιο Δισκοπότηρο τι έγινε; Γιατί παρελείφθη; Απλούστατα γιατί κατά την παράδοση είχε άλλη τύχη. Εάν η λειτουργία τελείωνε κανονικά, τότε μία ιστορική εποχή θα ήταν κανονικά τελειωμένη. Η λειτουργία διακόπηκε βίαια και θα ξαναρχίσει στο μέλλον. Χρειάζονταν, όμως, τρία καράβια, για την μεταφορά αυτή; Δεν λογαριάζει η λαϊκή σοφία το υλικό βάρος και τον όγκο, αλλά τον θρησκευτικό συμβολισμό και το εθνικό βάρος. Μικρή είναι και η εικόνα της Παναγίας της Τήνου, αλλά όταν μετακινείται χρειάζεται μεγάλο πολεμικό πλοίο ή και μοίρα πολεμικών πλοίων. Την εικόνα της Παναγίας της Πάργας έφερε από την Κέρκυρα το καταδρομικό «Έλλη». Ο στιχουργός λαός αφιερώνει στον Σταυρό και στο Βαγγέλιο ένα στίχο, δύο όμως για την Αγία Τράπεζα. Η εξήγηση είναι γιατί για αιώνες πριν την Άλωση είχε γίνει το σύμβολο της Πόλης, επίκεντρο των θρύλων, πανανθρώπινο σύμβολο. Από το 1204 κι έπειτα στις καρδιές και στον λογισμό του λαού διεδίδετο ένας θρύλος για την Αγία Τράπεζα είχε θρονιάσει: «Σαν επήραν οι Βενετσάνοι την Πόλη, βάλανε την Άγια Τράπεζα μέσα σ’ ένα καράβι για να την πάνε στη Βενετιά. Μα σαν έφτασε το καράβι στο Μαρμαρά, στην Ηρακλειά αντίκρυ, άνοιξε την καρίνα του καραβιού, και μπλουμ στον πάτο η Άγια Τράπεζα. Έπειτα έκλεισε πάλι η καρίνα». Γιατί, όμως, τρία καράβια; Στις 20 Απριλίου 1453 ένα σπουδαίο ναυτικό κατόρθωμα έμεινε αλησμόνητο στο λαό, έγινε θρύλος. Ο Αυτοκράτορας Κων/νος Παλαιολόγος είχε παραγγείλει να έρθουν από την Φραγκιά τρία καράβια (Γένοβα ή Λιγουρία), τα οποία συναντήθηκαν με ένα βασιλικό που κυβερνούσε ο ηρωικός ναυμάχος Φλαντανελάς. Έφερναν στην Πόλη σιτάρι από την Χίο. Μπήκαν στην Προποντίδα και έφθαναν στην Πόλη. Εξευτέλισαν ολόκληρο τον τουρκικό στόλο. Οι Τούρκοι έχασαν 12.000 σκοτωμένους και πνιγμένους στη θάλασσα. Οι απώλειες των Ελλήνων σχεδόν μηδαμινές. Ο Μωάμεθ παρακολουθεί την συντριβή ως άλλος Ξέρξης στο όρος Αιγάλεω την δική του ταπείνωση στη Σαλαμίνα. Εξύβρισε τους κυβερνήτες των καραβιών των ως δειλούς, άνανδρους και άχρηστους («δειλοκαρδίους και γυναικώδεις και ανωφελείς»). Αυτά, λοιπόν, τα καράβια της Φραγκιάς, θα άλλαζαν τώρα ρόλους και εθνική αποστολή, θα πάρουν από την Πόλη το Σταυρό, το Βαγγέλιο και την Αγία Τράπεζα. Η σκηνή του θρήνου της Παναγίας: «Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες». Η Παναγία, η κυρά Δέσποινα, είναι ο μεγάλος εκπρόσωπος των ανθρώπων απέναντι του Θεού. Κατοικεί στην Αγιά Σοφιά και ακούει τώρα του Θεού το θέλημα. Δεν χρειάζεται να μιλήσει. Ο πόνος της είναι βουβός. Ένας μονάχα στίχος, βιβλικός, λιτός, απέριττος, δωρικός, αρκεί να εκφράσει τον σπαραγμόν αυτόν. Η τελευταία σκηνή του τραγουδιού: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μην πολυδρακρύζεις. Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σας είναι». Μετά τον πόνο, τον θρήνο και την τραγωδία έρχεται η κάθαρση. Προαναγγέλλεται το δεύτερο πάρσιμο, σε αβέβαιο, όμως, μέλλοντα χρόνο. Η γραφή «Πάλι δικά μας είναι» είναι κατοπινή και εντελώς εσφαλμένη.