«Βλέπεις εκείνο το βουνό π’ άλλο ψηλό δεν είναι.
Πόχει αντάρα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο.
Εκεί ’ναι πύργος γυάλινος με κρυσταλλένια τζάμια.
Μέσα κοιμάται μια ξανθιά, μιας χήρας θυγατέρα.
Και πώς να την ξυπνήσουμε και πώς να της το πούμε;
Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα καημένη κόρη.
Ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, να σβήσεις το λυχνάρι.
Ξύπνα, μας πήρε η χαραυγή, πήρε το μεσημέρι,
πάν’ τα πουλάκια στις βοσκές κ’ οι λυγερές στη βρύση.
Θέλω κ’ εγώ να σ’ αρνηθώ κ’ η αγάπη δεν μ’ αφήνει».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ
Ένα εξαίσιο ποιητικό μεγαλούργημα του στιχουργού λαού της Αρκαδίας! Το όνειρο μιας κοιμισμένης ψυχής μιας κόρης μέσα στον κρυστάλλινο πύργο ενός κοσμικού βουνού κάπου. Μιας κόρης που εν τέλει δεν ξύπνησε, αλλά περιμένει την Ανάσταση, γι’ αυτό δεν την λένε αλλιώς, παρά Αναστασιά. «Βλέπεις εκείνο το βουνό…». Είμαστε οι Έλληνες στο κέντρο της Ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, όπου ένας βαθύς πολιτισμός αιώνων λειτούργησε. Ο Θεός μίλησε στον Μωυσή στο όρος Σινά. Ο Χριστός μεταμορφώθηκε στο όρο Θαβώρ, που εβραϊστί σημαίνει «Νομπρίλ», δηλαδή «αφαλός». Και οι Δελφοί ήταν στο βουνό και ήταν «αφαλός της Γης». Σε ψηλό βουνό της Κρήτης γεννήθηκε ο Δίας και στο ψηλότερο (Όλυμπος) θρόνιασε. Από το Αραράτ κρατά η φύτρα μας. Η σοφία του Βουδισμού εύρηται στα ψηλά βουνά του Θιβέτ. Όλοι οι Ναοί της Ανατολής ήταν κτισμένοι σε ψηλά βουνά. Ο Ησίοδος στη «Θεογονία» έλεγε: «Μουσάων Ελικωνιάδων αρχώμεθ’ αείδειν αι θ’ Ελικώνος έχουσιν όρος μέγα τε ζάθεόν τε…». Δηλαδή, δώστε ν’ αρχίσουμε από τις Ελικώνιες τις μούσες το τραγούδι, που βασιλεύουνε στο μέγα και άγιο βουνό, τον Ελικώνα. Αυτό λέει το δημοτικό τραγούδι.
Τραγούδια από την Ελλάδα, τον Πόντο, την Τραπεζούντα, τη Μέση Ανατολή, μιλούν για απάτητα θρησκευτικά βουνά: «Τ’ Αγιοθοδώρου το βουνό κανείς δεν τ’ ανεβαίνει. / Ούτε πουλί, ούτε αηδονί, ούτε άγριο χελιδόνι. / Και μια κόρη τ’ ανέβαινε πλέκοντας το γαϊτάνι. / Πλέκοντας, γορδελώνοντας και λιανοτραγουδώντας» ή «Το κυπαρίσσι το λιγνόν που στέκει στ’ Άγιον Όρος / κ’ ουδέ πουλί εβγαίν’ ατό, μηδέ το χελιδόνι». Έχουμε αναγωγές στο βουνό: «–Θωρείς εκείνο το βουνό πούναι ψηλό και μέγα; / Απόκει κατεβάζανε της ορφανούλας γάμο» ή άλλο: «Πέρα σ’ εκείνο το βουνό που είναι ψηλό και μέγα / επέχει αντάρα στην κορυφή και καταχνιά στον πάτο / δυο αδέρφια σε δυο μνήματα είναι ψηλά θαμμένα» ή άλλο: «–Το γλέπεις κείνο το βουνό το πέρα και το δώθε / πώχ’ ανταρούλα στην κορφή και καταχνιά στον πάτο; / Στην αποκείθε τη μεριά είναι μια κρύα βρύση. / Εκεί έσκυψα να πιώ νερό…».
Η κορυφή του βουνού είναι ένωση της γης και του ουρανού, είναι σημείο θα λέγαμε υπερβατικό, όπου αφήνεται η εγκοσμιότητα κι αρχίζει το επέκεινα, η υπερβατικότητα. Η αντάρα είναι στοιχείο θέωσης, θεοφάνειας, ενώ η καταχνιά είναι στοιχείο του κόσμου μας και του κάτω κόσμου των νεκρών. Άρα το μαγικό αυτό βουνό, όπου ο πύργος, ενώνει τις συνιστώσες της υπάρξεως και της θεϊκής οντότητος. «Εκεί ’ναι πύργος γυάλινος…». Η κοσμική ύλη έχει αδιαφάνεια, κρυμμένα μυστικά, δίπολες σκέψεις, προδοσίες, τεθλασμένες και μαιανδρικές πορείες. Στο κοσμικό βουνό η αλήθεια του όντος είναι δεδομένη και διαφανής. Η αγνότητα του πνεύματος και η καθαρότητα της συνείδησης θριαμβεύουν. Το γυαλί και τα κρύσταλλα του πύργου φωτίζουν καθαρά τα πάντα, σαν το μυθικό βουνό «Μερού» της Ινδίας, που είχε την κορυφή του κρυσταλλένια. «Μέσα κοιμάται μια ξανθή, μιας χήρας θυγατέρα». Στο κέντρο του πύργου, της ζωής και της μη ζωής, του ανθρώπου και του Θεού, της κίνησης και της α-κινησίας, της εμπάθειας και της α-πάθειας, κοιμάται ωραία κόρη, θυγατέρα της χήρας. Έχει μόνο εν προκειμένω μητρογονική καταγωγή. Η μητέρα γέννησε τον κόσμο, άρα η ίδια είναι και ο τάφος, η επιστροφή στην αρχή. Θηλυκιά η ζωή αναμένει την επίσης θηλυκιά ανάσταση! Στο ενδιάμεσο βρίσκεται η ολιγόχρονη γήινη ζωή και ο αιώνιος κοσμικός ύπνος. Η ζωή είναι η αέναη κίνηση της γυναίκας ή για την γυναίκα. Βασιλιάδες και πολεμιστές για δέκα χρόνια στην απλωμένη Τροία σκοτώνονταν για την Ελένη. Και γι’ άλλα δέκα χρόνια συμπλέκουν την Οδύσσεια άλλες γυναίκες, Πηνελόπη, Καλυψώ, Κίρκη, Σειρήνες, Ναυσικά. Μαζί με την θυγατέρα της χήρας σπουδαία θέση στη δημοτική ποίηση κατέχει και ο γιος της χήρας, που είναι δυνατός κι αλύγιστος: «Τι θέλεις μαύρη στο χορό κι άσχημη στο τραγούδι; / Εγώ η μαύρη, η άσχημη πολλούς ανθούς μαραίνω, / πολλούς ανθούς, πολλούς σγουρούς, πολλούς μαλαματένιους. / Κι αυτό της χήρας τον υγιό δεν ημπορώ μαράνω, / γιατί έχει βότανα πολλά και μάγια δεν τον πιάνουν…». «Και πώς να την ξυπνήσουμε…».
Η ερωτική ψυχή έχει αποσυρθεί στον πύργο του ψηλού βουνού, στην αιώνια αλήθεια, την κρυστάλλινη και διάφανη. Η Σίβυλλα των Δελφών, αφού έμεινε εκεί για χίλια χρόνια, απάντησε έναν Ρωμαίο στρατιώτη, ο οποίος τη ρώτησε: «Σίβυλλα, τι θέλεις;» κι αυτή απάντησε: «Αποθανείν θέλω». Το γνωρίζει αυτό ο στιχουργός λαός, γι’ αυτό ρωτάει «πώς», ερώτημα που αφήνει αναπάντητο, γιατί απάντηση δεν επιδέχεται. Δεν υπάρχει οδός προσπελάσεως στην «κρυμμένη ουσία και ιδέα». Δεν μπορεί ο άνθρωπος να ξυπνήσει την Αναστασιά, το μόνο που του μένει είναι να εκφράσει και να ειπεί αυτά που θα της έλεγε, αν μπορούσε να την ξυπνήσει: «Ξύπνα καημένη Αναστασιά…». Το ξύπνημα του όποιου είναι βυθισμένος στον αιώνιο ύπνο είναι άτοπο. Το ίδιο και όποιου πρόκειται ν’ ακούσει πικρό μαντάτο: «Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι. / Κοιμάτ’ η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη. / … Να την ξυπνήσω σκιάζομαι, να της το πω φοβούμαι, / να μάσω μοσχοκάρυδα, να την πετροβολήσω, / ίσως την πάρ’ η μυρωδιά, ίσως να την ξυπνήσει…» (Λιβαδειά). Η ζωή μιας ημέρας ξεκινούσε με το σβήσιμο του λυχναριού και με το άναμμα της φωτιάς, του σπουδαίου δώρου του Προμηθέα στον άνθρωπο. Στις 31 Ιουλίου 1884 ο Θύμιος Γάκης και άλλοι ληστές απήγαγαν στο Μέτσοβο την κόρη του Ν. Αβέρωφ Ευδοκία, που ο λαός την τραγούδησε ως Βασίλω: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία, / να είν’ η Βασίλω σ’ ερημιά, σε κλέφτικα λημέρια, / να στρώνει πεύκα στρώματα κι οξιές προσκεφαλάδες, / κι ο Θύμιος Γάκης φώναξε κι ο Θύμιος Γάκης λέει: / –Σήκω Βασίλω μ’, κ’ έφεξε, σήκω και πήρε γιόμα, / σήκω ν’ ανάψεις τη φωτιά, να πάρεις τον καφέ σου». Ευφραίνεται και γοητεύεται η ψυχή του ποιητή λαού με τις εικόνες αυτές. Θα ήθελε να ήταν εκεί και η Αναστασιά! «Πάν’ τα πουλάκια στις βοσκιές…». Μακριά από τον κρυστάλλινο πύργο ο παντοτινός κύκλος του γίγνεσθαι σε κίνηση, όπως πάντα. «Θέλω κι’ εγώ να σ’ αρνηθώ…». Ο τελευταίος στίχος είναι μάλλον ορφανός ή συμπιλιματικός στο τραγούδι.