«Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι, / έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια. / Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν, / κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει: / – Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα, / να σ’ αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι; / – Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινήσει, / παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει! / Κι ο Λιάκος την αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα. / Κοντοκρατεί το μαύρο του, στέκει και τον ξετάζει. / – Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι να βγάλεις την κυρά σου; / – Δύνομαι, αφέντη μ’, δύνομαι να βγάλω την κυρά μου. / Να μ’ αυγατίσεις τη τα’ή σαρανταπέντε χούφτες, / να μ’ αυγατίσεις το κρασί σαρανταπέντε κούπες, / να δέσεις το κεφάλι μου με δεκαοκτώ μαντίλια, / να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου. / Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του, στη μέση γιουρουστάει, / και πάησε και την άδραξε, στο σπίτι του την πάει»
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ
Προβάλλει αμέσως το ερώτημα: τις η Λιάκαινα, η τόσο ωραία γυναίκα, η οποία αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και ελευθερώθηκε από τον άνδρα της; Γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ο Παναγιώτης Λιάκος από το χωριό Παναρήτη, αλβανόφωνος, νίκησε τον Γιουσούφ Αράπη, διώκτη κατ’ εντολήν του Αλή πασά των Ιωαννίνων των κλεφτών της Ρούμελης και της Θεσσαλίας (1806). Νωρίτερα είχε νικήσει και τον φοβερό Βεληγκέκα. Ιδού πώς περιγράφει ο ποιητής λαός τη μάχη αυτή, σε απόσπασμα τραγουδιού για το Λιάκο:
«…Κι αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια. / Μέρα και νύχτα πολεμούν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες, / κι ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί στο στόμα. / Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά, φεύγουν κι οι Αρβανίτες. / Κλαίουν οι Αρβανίτισσες στα μαύρα φορεμένες. / Κι ο Βεληγκέκας γύρισε στο αίμα του πνιγμένος, / κι ο Μουσταφάς λαβώθηκε στο γόνα και στο χέρι». Σημείωση: Ο Μουσταφάς ήταν Αλβανός οπαδός του Λιάκου. Γνωρίζουμε, επίσης, και άλλον ονομαστό κλέφτη Λιάκο, ο οποίος πολέμησε σκληρά τους Τούρκους στη Θεσσαλία, πληγώθηκε σε μάχη, συνελήφθη και κρεμάστηκε στη Λάρισα το 1839. Τις κρίσιμες αυτές στιγμές του Λιάκου τραγούδησε η λαϊκή μούσα: «Όλα τα χιόνια στα βουνά, σ’ όλα Δερβεναγάδες, / κι ο Λιάκος καταμόναχος, κι είναι και λαβωμένος. / Προς πού να πάει ο έρημος, προς πού να πάει ο μαύρος; / Να πάει κατά τον Κίσσαβο θα βρει Δερβεναγάδες, / να πάει κατά τον Όλυμπον είναι γιομάτος χιόνια, / να πάει κατά τα Γρεβενά κι εκεί Δερβεναγάδες, / να πάγει προς το Μέτσοβο να σμίξει τους Τσαπαίους, / του είπαν πως προσκύνησαν, κι εγίνηκαν ραγιάδες. / – Πού είσαι, Γιαννάκη ψυχογιέ, Γιαννάκη αγαπημένε! / Γύρισε, πάρε τ’ άρματα, το κοφτερό σπαθί μου, / και σύρτα στη γυναίκα μου, στα δόλια τα παιδιά μου, / τι εγώ θα γένω Λαρ’σινός, στη Λάρ’σα θ’ αποθάνω».
Η πανωραία Λιάκαινα είναι ίσως η σύζυγος ενός εκ των δύο, ως άνω, Λιάκων. Η παρομοίωση της Λιάκαινας με τη λάμψη του ήλιου στα βουνά και του φεγγαριού στους κάμπους, έρχεται από πολύ μακριά. Είναι η περιγραφή του Αχιλλέα στην Ιλιάδα, ανάμεσα στους Έλληνες, του θείου Ομήρου. Άλλη, γνωστή παρομοίωση της λάμψης των βουνών, των λαγκαδιών και των αρμάτων των κλεφτών, έχουμε και σ’ ένα τραγούδι των Κολοκοτρωναίων, που αναφέρεται στη χαλασιά του 1806. «Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια, / λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων, / πο ’χουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες, / τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια, οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν…». Περιγραφή γυναικών Ελλήνων, πλουσίων και ευμόρφων, οι οποίες αιχμαλωτίστηκαν από Τούρκους, έχουμε κι άλλες. Σε όλες περισσεύει η υπερηφάνεια των γυναικών αυτών και η αποστροφή τους στους Τούρκους. Η σκέψη τους είναι στους άνδρες τους και στα παιδιά τους:
«– Περπάτα, κυρά Λένη μου, μην απομένεις πίσω! / Μήνα τα ρούχα σε βαρούν, μήνα τα μπελιζίκια, / μη σε βαρεί ο χρυσός σταυρός που έχεις στο λαιμό σου; / – Ούτε τα ρούχα με βαρούν, ούτε τα μπεζιλίκια, / μόν’ με βαραίνει η σκλαβιά οπού με πάτε σκλάβα, / κι άφηκα κόρη ανύπαντρη, παιδί στη σαρμανίτσα, / κι άφηκα σπίτι ατάραγο με δούλες, με δουλεύτρες». Η μάχη του ενός, αλλά δυνατού και αποφασισμένου ανδρός, με το άλογό του, η συμφωνία που προηγήθηκε με αυτό και τέλος η αρπαγή φιλικών προσώπων απ’ τους εχθρούς, απαρχή ευρίσκει σε τραγούδια του Ακριτικού κύκλου 950- 1.100 μ.Χ.) και ιδίως στο τραγούδι του μικρού Βλαχόπουλου. Ο Κων/νος ο μικρός, ο Αλέξης ο αντρειωμένος και το μικρό Βλαχόπουλο, έτρωγαν κι έπιναν. Σαρακηνοί κουρσάροι, όμως:
«…Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα / και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη…». Μέχρι να ετοιμαστούν οι άλλοι, το μικρό Βλαχόπουλο βρίσκεται ήδη στη βίγλα και βλέπει τους αμέτρητους Σαρακηνούς κι Αράπηδες. Και η συνέχεια του ακριτικού τραγουδιού εν αποσπάσματι: «Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται. / Σκύβει, φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει: / «Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξης;» / «Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω, / κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θενά πατήσω. / Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντίλι, / μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ’ τη ζάλη. / «Σαΐτες μου αλεξαντρινές, καμιά να μη λυγίσει, / και συ, σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσεις. / Βόηθα μ’, ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια, / ευχή του πρώτου μ’ αδερφού, ευχή και του στερνού μου. / Μαύρε μου, άιντε νά ’μπουμε, κι όπου ο Θεός τα βγάλει!» / Στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης• / στα έμπα του χίλιους έκοψε, στα ξέβγα δυο χιλιάδες, / και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει. / Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα, / και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη. / Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει…»
Από τους συνδυασμούς των παραπάνω τραγουδιών καταδεικνύεται ότι το δημοτικό τραγούδι είναι εργαστήρι που δουλεύει ασταμάτητα περισσότερο από χίλια χρόνια. Είναι η ίδια η παιδεία του λαού, ο πολιτισμός του , ο φορέας της φιλοσοφίας του, της βιοθεωρίας του και του πνεύματός του, είναι το ίδιο το περιεχόμενο της συνειδήσεως του νέου ελληνισμού.