Μπορεί η Ελλάδα να σωθεί από την κατάρρευση στην οποία οδηγείται –και από ποιους;
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟ, ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ
Σε μια εποχή κοσμογονικών ανακατατάξεων, σε όλα τα επίπεδα, η χώρα βρέθηκε να κυβερνάται από μια δράκα ιδεοληπτικών και φανατισμένων, πικρόχολων ανθρώπων, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η νομή της εξουσίας και η ικανοποίηση απωθημένων. Υπό αυτή την έννοια, είναι ικανοί για όλα.
Η προσπάθεια του κ. Αλέξη Τσίπρα να αναρριχηθεί στην εξουσία και να παραμείνει σε αυτήν το 2015, κόστισε στην οικονομία και στην κοινωνία περί τα 96 δισεκατομμύρια ευρώ και την λόγω κεφαλαιουχικών ελέγχων ουσιαστική έξοδό μας από την ευρωζώνη. Παρ’ όλα αυτά τον Σεπτέμβριο 2015, ο λαός τον ξαναέφερε στην εξουσία ανταμείβοντας την ολέθρια διακυβέρνηση του. Στην συνέχεια, το τρίτο και επαχθέστερο μνημόνιο που υπέγραψε ο κ. πρωθυπουργός – αλλά δεν θέλει να εφαρμόσει, ήτοι δεν σέβεται την υπογραφή του– έχει φέρει την χώρα στο χείλος της διαρθρωτικής της καταστροφής, παράλληλης με μια πνευματική συντριβή ανυπολόγιστου κόστους. Και στην οποία θα πρέπει να προστεθεί και η κακοποίηση της εικόνας της χώρας.
Την ίδια στιγμή, εκτός Ελλάδος ο κόσμος αλλάζει με απίστευτη ταχύτητα, με αποτέλεσμα η εποχή μας να χαρακτηρίζεται ως αυτή των ανατροπών, φαινόμενο που προκαλεί αστάθειες και αβεβαιότητες.
Τα τρία τελευταία χρόνια έτσι, στις γνωστές συναντήσεις της παγκόσμιας ελίτ στο Νταβός –όπου η ελληνική απουσία είναι κραυγαλέα– πολύς λόγος γίνεται για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τις επιπτώσεις της στην πολιτική, την οικονομία τις κοινωνικές συμπεριφορές και την δημόσια διοίκηση. Όλοι δε συμφωνούν ότι η εξέλιξη αυτή θίγει ήδη πολύ σοβαρά προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από ανθρώπους που αρνούνται την πραγματικότητα του παρόντος, αδιαφορούν για το μέλλον και είναι ασφυκτικά παγιδευμένοι στο παρελθόν.
«Στις μέρες μας», γράφει ο Άντριαν Γούλντριτζ, αρχισυντάκτης στο περιοδικό Εκόνομιστ, «ο κόσμος χρειάζεται περισσότερο από ποτέ έξυπνες κυβερνήσεις. Οι τελευταίες όμως, στην σημερινή εποχή της υπερχρέωσης και των κινδύνων που δημιουργούν υπέρογκα δημόσια χρέη, θα πρέπει να μάθουν να επιτυγχάνουν περισσότερα με λιγότερα. Θα χρειαστεί, με άλλα λόγια, να γίνουν εξυπνότερες. Άρα θα πρέπει οι κυβερνήσεις να μάθουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους και τους εξυπνότερους από την αγορά εργασίας. Από μόνο του, το γεγονός αυτό ειναι μια τεράστια ανατροπή …».
Αν αυτά συμβαίνουν στο επίπεδο της κρατικής διακυβέρνησης, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ποιες είναι οι επιπτώσεις την τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και στον ιδιωτικό τομέα, τόσον από οικονομικής όσο και από κοινωνικής πλευράς. Ένα άλλο ερώτημα που εγείρεται έτσι, είναι αυτό της αντιληπτικής ικανότητας που έχει μία κοινωνία απέναντι σε εξελίξεις που ανατρέπουν υφιστάμενες καταστάσεις και απαιτούν εγρήγορση ως προς την ανταπόκριση σε αυτές. Από την άποψη αυτή, ωστόσο, τα νέα κάθε άλλο παρά καλά είναι για την καθ’ ημάς πραγματικότητα.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του αρνείται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της πραγματικότητος και στις ανατροπές που αυτές εμπεριέχουν. Έτσι, στην διάρκεια της μεταπολίτευσης οδήγησε την χώρα στην πτώχευση και σήμερα αρνείται να καταλάβει τα αίτιά της και να τα διορθώσει. Για πολλά χρόνια, μεταπολεμικά, η εγχώρια πολιτική τάξη, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αρνήθηκε πεισματικά να εκσυγχρονιστεί και αρκέστηκε στην επίτευξη καλών εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως και στην διαχείριση υπέρ των «ημέτερων» ενός συνεχώς διογκούμενου πελατειακού κράτους. Ακόμα χειρότερα, οι πολιτικές ηγεσίες, με πρώτες τις αντιφιλελεύθερες, ταλαιπώρησαν άσχημα την εκπαίδευση, υποβάθμισαν την έρευνα και την τεχνολογική εξέλιξη και έχασαν το τραίνο της τεχνολογικής επανάστασης, που σήμερα έχει οδηγήσει στην ψηφιακή ανατροπή.
Αποτέλεσμα αυτής της κοντόθωρης και καταστροφικής για το μέλλον της χώρας τακτικής είναι η απομάκρυνση της Ελλάδος από τον σύγχρονο τεχνικό πολιτισμό και η αδυναμία της να βελτιώσει τις διοικητικές και παραγωγικές της δομές. Ακόμα χειρότερα, η χώρα απομακρύνεται και από πηγές γνώσης, την ώρα που η τελευταία συνιστά κορυφαία πρώτη υλη. Έτσι, ανεξάρτητα από την κρίση χρέους, η χώρα, ακόμα και αν της το δωρίσουν, ολίγες δυνατότητες έχει να αποκτήσει μία αξιόλογη θέση στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, συνεπώς, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη για την Ελλάδα. Ακόμα και αν μετά μία γερμανική υποχώρηση άλλαζαν τα οικονομικά δόγματα της ευρωζώνης, η χώρα μας πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παρακολουθήσει τις ταχύτατες μεταβολές στον σύγχρονο κόσμο.
Όπως προκύπτει από έρευνες συμπεριφορών και αντιλήψεων του οργανισμού διαΝΕΟσις, αλλά και άλλων φορέων, στην χώρα υπάρχει και σοβαρό πρόβλημα στάσης και συμπεριφοράς απέναντι στο γίγνεσθαι. Δυστυχώς, στην διάρκεια της μεταπολιτεύσεως κυρίως, τα πολιτικά ιδεολογήματα και η αφροσύνη των ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα, αποξένωσαν την πολιτική από τον κοινό νου και δημιούργησαν πνευματικά και συναισθηματικά ρήγματα τα οποία σήμερα θα μπορούσαν να καταπιούν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Εννοείται δε ότι όσο, η παρούσα κυβέρνηση κυρίως, θα βοηθά ώστε να κυριαρχούν οι αρχαϊκές δομές κοινωνικής συνοχής, αυτές που την έφεραν στην εξουσία, θα έχουμε μεγάλη δυσκολία αντιδράσεως στους πραγματικούς λόγους της παρακμής. Η εγκαταλελειμμένη έτσι στην τύχη της κοινωνία, από το κράτος, αντί να προσβλέπει στο αύριο, εμπιστεύεται παλαιούς συνεκτικούς δεσμούς και αδυνατεί να συλλάβει την σφαίρα νέων αξιών.
Το ερώτημα που προβάλλει συνεπώς, είναι αν υπάρχουν στην χώρα προοδευτικές αστικές δυνάμεις ικανές να παρασύρουν την κοινωνία έξω από το τέλμα –για το οποίο δεν είναι άμοιρη ευθυνών–, ή αν τελικά θα την εγκαταλείψουν αφήνοντάς την να βυθιστεί σε αυτό. Από την άποψη αυτή λοιπόν, το σύνδρομο της μοιρολατρίας είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί.