Ο στιχουργός λαός στάθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος προς τα πουλιά. Πολλά τραγούδια δημιούργησε, για να τα τιμήσει κυριολεκτικά ή αλληγορικά. Τα τραγούδησε ένα-ένα ξεχωριστά, δύο μαζί (συνήθως το χελιδόνι και το αηδόνι π.χ. «σώμα χελιδονιού, φωνή σαν τ’ αηδονιού») ή όλα μαζί (τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε…»)…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΙΗΤΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ
Τα πιο πολλά τραγούδια αναφέρονται στην πέρδικα, η οποία συμβολίζει την όμορφη και υπερήφανη γυναίκα, που περπατεί με χάρη και καμάρι, αλλά και την προστατευτική μάνα. Ακολουθούν σε αριθμό τα τραγούδια, που αναφέρονται στον αϊτό, ο οποίος συμβολίζει τον ανυπόταχτο Κλέφτη ή Αρματολό, τον γενναίο αντάρτη κλπ. Στην ακολουθία αυτή έχουμε τα τραγούδια του αηδονιού («Όλα τα πουλάκια ζυγά, ζυγά, το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό, / περπατεί και λέει και καλαϊδεί…»), του χελιδονιού («Μαύρα μου χελιδόνια, κι άσπρα μου πουλιά…»), στην κότα («Κότα μου, κοτούλα μου και πουλακιδούλα μου, / να μην περάσεις από ’δω γιατί θα γίνει φονικό…») κ.λπ.
Όσον αφορά την τρυγόνα ουσιαστικά υπάρχει ένα τραγούδι, σε διαφορετικές, βέβαια, παραλλαγές. Η τρυγόνα από την αρχαιότητα συμβολίζει την απόλυτα πιστή γυναίκα. Όταν το αρσενικό τρυγόνι πεθάνει, η τρυγόνα ποτέ δεν ξαναζευγαρώνει. Ο Ιερός Χρυσόστομος συμβουλεύει και προτρέπει τις παντρεμένες γυναίκες να μοιάσουν στην τρυγόνα. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση οδηγεί την τρυγόνα σε υφέρπουσα ζήλια για τις χαρές της ζωής, σε ανείπωτη θλίψη και μελαγχολία και σε διάθεση μεταφοράς και διασποράς κακών ειδήσεων. Έτσι, στη δημοτική ποίηση όλα τα κακά χαμπέρια (θάνατοι αδόκητοι, καταστροφές, ήττες, απώλειες κάστρων κ.λπ. αναγγέλλονται από την «χλιβερή τρυγόνα». Είναι το διάβα της τρυγόνας η θλίψη, το αντίθετο της χαράς:
«Εσείς πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου, / φέτος να μην λαλήσετε, παρά να βουβαθείτε. / Μόνο η τρυγόνα η χλιβερή να τραγουδεί, να λέει…». Ο κορμός του τραγουδιού της τρυγόνας είναι ο εξής: «Αυτού ψηλά που περπατείς, τρυγόνα, τρυγόνα / και χαμηλά κοιτάζεις, τρυγόνα μου γραμμένη, / μην είδες, μην απάντησες, τρυγόνα, τρυγόνα, / τον αγαπητικό μου, τον άντρα το δικό μου. / Εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο. / Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν».
Μόνον στην τρυγόνα θα μπορούσαν ν’ αναθέσουν την γνωστοποίηση ενός τέτοιου θλιβερού συμβάντος. Σε μια άλλη παραλλαγή του τραγουδιού αυτού ανοίγεται διάλογος μεταξύ των πουλιών (που προσωποποιούνται) και του νεκρού ασίκη: «Αυτού ψηλά που περπατείς και χαμηλοκοιτάζεις, / μην είδες τον ασίκη μου, μην είδες τον καλό μου; / –Εψές, προψές, τον είδαμε, στον κάμπο ξαπλωμένο, / μαύρα πουλιά τον έτρωγαν κι άσπρα τον τριγυρίζαν, / φορές, φορές τον τρύπαγαν, φορές, φορές του λέγαν: / –Κεφάλι κακοκέφαλο, κακοτυραγνισμένο, / για πες μας τι κακό ’κανες και σ’ έχουν πεταμένο; / –Φάτε, πουλιά τα νιάτα μου, φάτε τη λεβεντιά μου / κι αφήστε τη γλωσσούλα μου και το δεξί μου χέρι, / να γράψω μια πικρή γραφή, της μάνας μου να στείλω, / με καταριέται τη Λαμπρή και τις καλές τις μέρες».
Το παραπάνω τραγούδι έχει βάση το τραγούδι της κακής μάνας, της σκληρόκαρδης μάνας. Είναι η μάνα εκείνη που αγαπά και λατρεύει το παιδί της και το θέλει πάντα κοντά της. Είναι αυτή, που δίνει και τη ζωή της για το παιδί της. Υπάρχουν, όμως, και μάνες κακές και σκληρές, που αποστρέφονται τα παιδιά τους, τα καταριούνται και τα αποδιώχνουν στην ξενιτιά.
Λόγοι ψυχολογικοί, τάσεις εκδικήσεως της ζωής και άλλες αιτίες, γεννούν το αφύσικο αυτό πρόβλημα: «Διώξε με, μάνα μ’ διώξε με, με ξύλα, με λιθάρια, / για να με σφίξει το κακό κ’ η εντροπή του κόσμου, / να κλείσω τα ματάκια μου, να φύγω από μπροστά σου, / να πάγω μες στην ερημιά που πάν’ τα χελιδόνια, / τα χελιδόνια να γυρνάν’ κι εγώ να πάγω ακόμα / …Διαβάτες μου, στρατιώτες μου, μην είδατε το γιο μου; / …–Αντιπροψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένον, / κι είχε τον άμμο στρώμα του και τους αφρούς σεντόνι, / μυρμήγκια τον ετσίμπαγαν, μύγες τον πιπιλίζαν, / μαύρα πουλιά τον έτρωγαν κι άλλα ρουφούσαν γαίμα, / κι ένα μικρό χρυσό πουλί έστεκε κι ετηρούσε, / σαν άνθρωπος εδάκρυζε και τον μοιρολογούσε: / –Πού είναι, ξένε, η μάνα σου, πού είναι κ’ η καλή σου, / να κλάψουνε τα νιάτα σου, να σιάξουν το κορμί σου, / κ’ οι φίλοι να σε λυπηθούν και όλ’ οι εδικοί σου; / –Παρακαλώ σας, μπρε πουλιά, και σεις τα μαυροπούλια, / μην ’γκίζετε τα μάτια του και το δεξί του χέρι, / να γράψει της μανούλας του τη μαύρη του τη μοίρα, / να στείλουν να τον πάρουμε στο πατρικό του σπίτι, / για να τον θάψουν σ’ εκκλησιά και σ’ άγιο μοναστήρι» (ΤΟΜ. 213, Ζαμπ. 735, FAUR. II, 202, Πανδ. 2, SAND 44, LEGR. 248, 123, Χασ. V, 18, SCHMIDT, 210, 67 και 68). Σ’ ένα ολιγόστιχο τραγούδι, με ίδιο περιεχόμενο, από την Κόνιτσα, έχουμε: «Μην είδες τον ασίκη μου, τρυγόνα, τρυγόνα, / μην είδες τον καλό μου, τρυγόνα μου τρυγόνα. / –Εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένον, / μαύρα πουλιά τον έτρωγαν κι άσπρα τον τριγυρίζαν, / κι ένα πουλί, κακό πουλί, τότρωγε το κεφάλι».
Ελέχθη ανωτέρω ότι η τρυγόνα είναι πιστή και δεν ζευγαρώνει ξανά, όταν χαθεί το ταίρι της. Ωστόσο, η ροπή της φύσης φέρνει τουλάχιστον ζήλεια με τις χαρές των άλλων: «Εσείς πουλιά πετούμενα, που πάτε στον αγέρα, / εσείς ταχιά παντρεύεστε και γίνεστε ζευγάρι, / κι εγώ η τριγόνα η γιόμορφη δεν ξέρω τι να κάνω, / πού να τη χτίσω τη φωλιά… Στου πηγαδιού τα χείλη / πάν’ τα κορίτσια για νερό κι έρχονται φιλημένα. / Πάνω κι εγώ το ορφανό το Γρίβα να ποτίσω, / βρίσκω την κόρη’ οπόπλενε ωριόπλουμο μαντίλι, / και με το μάτι της πατώ και με το χείλ’ της λέω: / –Πού ήσουν εψές, που ήσουν προψές, το που θαλά είσαι βράδυ. / –Εψές ήμουν στη μάνα μου, προψές στην αδελφή μου… / Κι απόψε θα είμαστε τα δυο, θα κοιμηθούμ’ αντάμα».
Ο στίχος «πάν’ τα κορίτσια για νερό κι έρχονται φιλημένα» είναι παρμένος απ’ το τραγούδι «του Καρβασαρά». «Μικρός, μικρός που ’ν’ ο Καρβασαράς, / έχ’ ένα πηγαδάκι μικρό χελιδονάκι. / Πάν’ τα κορίτσια για νερό κι έρχονται φιλημένα / τα έρμα τα σκασμένα…».