Συμπληρώνονται εφέτος 75 χρόνια από τη μάχη της Κρήτης. Στις 20 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Θεσ/κη και αρχίζουν την πορεία καθόδου, καταλήψεως τουτέστιν της Αθήνας. Στις 14 Απριλίου 1941 η έρημη Αθήνα καταλαμβάνεται από τις δυνάμεις του Ναζισμού και θα ζήσει τη χειρότερη σκλαβιά της…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΠΟΙΗΤΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ
Νωρίτερα, στις 23 Απριλίου 1941 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ και η Κυβέρνηση αναχώρησαν για την Κρήτη, την οποία όρισαν ως προσωρινή πρωτεύουσα του ελεύθερου Κράτους. Η μάχη κατά της Κρήτης άρχισε στις 20 Μαΐου 1941. Την Μεγαλόνησο υπερασπίζονταν 10.000 Έλληνες στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό, 32.000 Άγγλοι και κάποιοι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Ο στόχος των Γερμανών ήταν η κατάληψη με αλεξιπτωτιστές των αεροδρομίων Μάλεμε, Ρέθυμνου και Ηρακλείου. Γενικό προσκλητήριο και πολεμικό σάλπισμα ήχησε στην Κρήτη: «Άντρες, γυναίκες και παιδιά, τση Κρήτης αντρειωμένοι, / τση λευτεριάς τη ρήγισσα ήρθανε να σκλαβώσουν. / Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός κι η θάλασσα φουσκώνει, / τα όρη αναταράσσονται και τα βουνά βρουχούνται. / Κι ο Διγενής σέρνει φωνή απού τον Ψηλορείτη: / – Απού ’χει άρματ’ ας βαστά, κι απού δεν έχει ας βρίστει». Το μυαλό των Κρητών είχε στραφεί προς το μεγάλο Αρχηγό τους, τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος από το 1936 δεν ζούσε: «Τρεις καπετάνιοι κάθονται εις τον Προφήτ’ Ηλία / και κλαίγουνε λυπητερά το Γέρο Βενιζέλο. / – Ξύπνα, καημένε γέροντα και μη βαριοκοιμάσαι / και πήραν Φράγκοι το Μοριά κ’ οι Γερμανοί την Κρήτη / κ’ εσύ κοιμάσαι αμέριμνος».
Με έκπληξη βλέπουν οι Κρήτες να πέφτουν οι επιδρομείς με αλεξίπτωτα. Άνδρες και γυναίκες στον αγώνα της εξόντωσης των εχθρών. Τους κτυπούν ακόμη και με αξίνες και τσαπιά! Ένα τραγούδι, που δημοσιεύει ο Ερατ. Καψωμένος και αναδημοσιεύει ο Σοφ. Δημητρακόπουλος εκφράζει πιστά τις εντυπώσει και τα συναισθήματα του λαού απ’ την πτώση των αλεξιπτωτιστών Γερμανών: «– Παιδιά κι ειντά ’ναι η καταχνιά και τούτ’ η κατσιφάρα, / και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάση; / – Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν, / με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν. / Κρήτη, στα μαύρα θα ντυθείς, στα σίδερα θα πέσεις, / πάλι τση Κρήτης τον αϊτό κρούσταλλα θα σκεπάσουν, / μα θα ’ρθει μέρα λαμπερή να ξαναλιώσουν πάλι.»
Σε λίγο οι αιμάτινοι χείμαρροι όργωναν την Μεγαλόνησο. Οι φονικές μάχες αλληλοδιάδοχες: «Ούλες οι χώρες πέσανε κι ούλες εσκλαβωθήκαν / κι έμειν’ η Κρήτη μοναχή με δυο θεριά μεγάλα. / Πόλεμο κάνει στη στεριά, πόλεμο στον αέρα, / πόλεμο κι εις τη θάλασσα κάνει νύχτα και μέρα. / Πέφτουν οι μπάλες σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι, / μα και τα λιανοτούφεκα ο κόσμος τα τρομάζει. / Τρέχει το αίμα ποταμός, χύνεται σαν τη βρύση, / μα πάλ’ η Κρήτη πολεμά ώστε που να νικήσει / κι ώστε να διώξει τα θεριά, που ’ρθανε να τη φάνε».
Ο Κρητικός λαός δόμησε αμέσως τραγούδια για τη μάχη της Κρήτης κι αργότερα για την Κατοχή και την Αντίσταση, τα περισσότερα των οποίων έχουν ως βάση και πρότυπο παλαιότερα τραγούδια από τα ύστερα Οθωμανικά χρόνια. Τραγούδια για το Μάλεμε, του Σέλινου, της Αγιάς τον κάμπο, το Βατόλακο, τον Κρυονερίτη, τον Ομαλό κ.ά. Πρέπει κανείς ξεχωριστά να ιδεί την περίπτωση της Καντάνου. Σε μάχη στο χωριό αυτό της Καντάνου, στην κοιλάδα Σελίνου, οι Γερμανοί μέτρησαν σαράντα πέντε νεκρούς, ενώ οι Κρήτες είχαν μόνον εννέα πληγωμένους: «Βαρύ ντουφέκι κέντησε τση Κάντανος τη μπάντα. / Τον τόπο διαμοιράζουνε οι Γερμανοί κι οι Κρήτες / και πιθαμή προς πιθαμή τη γη εβρέχαν αίμα. / Και η Κάντανο η βαριόμοιρη καλά ’ναι κυκλωμένη• / μα παλικάρια βλέπουν τη, μόνο πως είναι λίγοι / και με μεγάλη μαστοριά το ρίχνουν το μολύβι». Όταν οι Γερμανοί ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Κρήτης, πήγαν στην Κάντανο και έκαναν εκεί βανδαλισμούς που μόνον αυτοί μπορούν να κάνουν. Φέρθηκαν στην Κάντανο, όπως φέρθηκαν στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο, στην Μουσιωτίτσα, στην Κοκκινιά… Επέδραμαν εν ψυχρώ κατά της Καντάνου, αόπλου και ανυπερασπίστου, σκότωσαν είκοσι ένα κατοίκους που έτυχε να βρίσκονται εκεί και στη συνέχεια κατέσκαψαν και ισοπέδωσαν το χωριό:
«Φωνή και κλάιμαν άκουσα τση Κάντανος τον κάμπο• / σε ποια μεριά τση Κάντανος, σε ποια μεριά του κάμπου; / Στ’ Ανισαράκι κλαίγανε τσι γιους των οι μανάδες, / κλαίνε και στον Κουφαλωτό τσ’ άντρες των οι γυναίκες, / που των αφήκαν ορφανά…». Δεν έφθασε, όμως, μόνον αυτό. Έστησαν μία πλάκα και έγραψαν: «Εδώ ήταν η Κάνδανος». Και άλλες τρεις πλάκες, στις οποίες έγραψαν ότι εκεί «δολοφονήθηκαν» Γερμανοί. Αυτά έπραξαν τα ανθρωπόμορφα τέρατα του βορρά, με τα ακατάληπτα ονόματα και τ’ αγέλαστα πρόσωπα:
«Απού την Κάνταν’ έρχομαι κι απού τ’ Αποπηγάδι. / Δε με ρωτάτ’ ειντά ’παθα; Δε με ρωτάτε ειντά ’δα; / Είδα τα σπίτια τρόχαλο, τσ’ αυλές χορταριασμένες / κι άκουσα στα χαλάσματα να κράζουν νυχτοπούλια! / Κι εκειά στο έμπα του χωριού, ’νους Γερμανού το μνήμα / και δίπλα μαρμαρόπλακα, που γράφει αυτά τα λόγια: / «Επά ’τανε η Κάντανος κι εκαταστρέψαμέν την / και μπλιο δε θα ξαναχτιστεί κι έρημη θ’ απομείνει, / γιατί ’καμε βαριές ζημιές στου Γερμανού τ’ ασκέρι». / Μα η Κάντανος εκτίστηκε καλύτερα από πρώτα».
Στο τέλος Μαΐου 1941 η μάχη της Κρήτης τελείωσε και οι Γερμανοί κατέλαβαν την Μεγαλόνησο. Είχαν όμως θύματα περισσότερα απ’ όσα είχαν στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα μαζί. Ο υπερήφανος λαός της Κρήτης έκανε, όπως πάντα, το χρέος: «Χίτλερ, να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, / ξαρμάτωτη την ηύρηκες κι ελείπαν τα παιδιά της. / Στα ξένα πολεμούσανε, πάνω στην Αλβανία, / μα πάλι κι ανέ λείπανε πάλι επολεμήσαν. / Για της πατρίδας την τιμή και την Ελευθερία / πάλι επολεμήσανε. / – Πώς ρέγομαι να τσι θωρώ τσι Σφακιανές Μαδάρες / που Τούρκος δε τζι πάτησε, μηδέ Γερμαναράδες». Σ’ ένα τραγούδι, που δημοσιεύει ο Δετοράκης έχουν βάλει μαύρα για την υποταγή ακόμη και τα βουνά: «Τι έχουν τση Κρήτης τα βουνά και στέκουν μαυρισμένα; / Παιδιά, βοριάς τα μαύρισε, γή νότος τα πλακώνει; / Μηδέ βοριάς τα μαύρισε, νότος δεν τα πλακώνει. / Μα πέρασεν ο Γερμανός και μαυροφόρεσέ τα. / Ειντά ’θελεν ο κερατάς…».