ΠΟΛΙΤΙΚΗ / ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ / ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ / ΥΓΕΙΑ / ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ntavelis-inexarchia-3-site

Του Κοντοβουνήσιου

σε Ελλάδα/Πολιτισμός

«Τρεις περδικούλες κάθονται καημένε Γιώργη, Γιώργη / Κοντοβουνήσιε στη ράχη στη Βουνούκα / Η μια τηράει την Άλβενα καημένε Γιώργη, Γιώργη και / παλικάρι και η άλλη τη Βερβίτσα / Και η τρίτη η καλύτερη, καημένε Γιώργη, Γιώργη και καπετάνιε / μοιρολογάει και λέει / Σαν ήθελες να παντρευτείς, καημένε Γιώργη, Γιώργη / Κοντοβουνήσιε να πάρεις την Ελένη / τα πρόβατα τι τάθελες, καημένε Γιώργη, Γιώργη και παλικάρι / τα γίδια που μαζεύεις; / Τα πρόβατα τα πούλησα, καημένε Γιώργη, Γιώργη και παλικάρι/ τάκαμα δεκανάρια / και της Ελένης τάστειλα καημένε Γιώργη, Γιώργη και / καπετάνιε, σταυρούς και δαχτυλίδια, / Γιώργη πουλιώνται οι πάλες σου, καημένε Γιώργη, Γιώργη και παλικάρι / πουλιώνται τα άρματά σου και σάμ πουλιόνται πάρτε τα, / καημένε Γιώργη, Γιώργη Κοντοβουνήσιε και γω τα ξαγοράζω»

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΓΕΡΙΝΟ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΝΟΜΙΚΟ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ, ΠΟΙΗΤΗ

Άλλη παραλλαγή. «Τρία πουλάκια κάθονται στο κάστρο της Πλατιάνας / Τόνα τηρά την Άλβενα και τ’ άλλο την Παλούμπα / το τρίτο το καλύτερο μοιρολογά και λέει: / Σαν ήθελες Κοντοβουνήσιε μου να παντρευτείς να πάρεις την Ελένη / τα πρόβατα τι τάθελες, τα γίδια που μαζώνεις; / Τα πρόβατα τα πούλησα, τάκανα δεκανάρια / και της Λενιώς μου τάστειλα της αρραβωνιαστικιάς μου, / Πού’χει της χήνας το λαιμό, της πέρδικας τα κάλλη / και της οχιάς το μπίρμπιλο τριγύρω στο λαιμό της. / Τα γίδια τά’χω στο μαντρί και όποιος γνωρίζει ας παίρνει. / Γιώργη πουλιέται η πάλα σου τριακόσια κολονάτα / πουλιώνται τα κουμπούρια σου για πεντακόσια γρόσια. / Ε σάμ πουλιόνται, πάρτε τα κ’ εγώ τα ξεπληρώνω. / Κι αν δώσει ο Θεός κ’ η Παναγιά στα νύχια να πατήσω, / και γιάνει και το χέρι μου να πιάσω το σπαθί μου, / θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια / θα κάψω χώρες και χωριά, χωριά και βιλαέτια, / θα κάψω την Ανδρίτσαινα μ’ όλα τα Κανελλόπλα, / θα κάψω τους κουμπάρους μου τους άτιμο Γουρναίους».
Η λησταρχία στην Ελλάδα διήρκεσε μία εκατονταετία μετά την ανεξαρτησία της (1835-1935). Λόγοι κοινωνικοί, λόγοι απομονωτισμού προσωπικού συγκεκριμένων αγωνιστών που επέβαλε η Βαυαροκρατία, ήταν αυτοί, που ανάγκασαν κάποιους «να βγουν στο κλαρί», να γίνουν ληστές. Οι ληστές λειτουργούσαν με δομή ανάλογη των Κλεφτών. Επετίθεντο στους Προεστώτες, Δημογέροντες και πλουσίους και από την λεία ζούσαν αυτοί και τα μέλη της συμμορίας, τα οποία συνήθως ήταν μικροσυγγενείς (αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια κλπ.). Βοηθούσαν επίσης φτωχούς και προίκιζαν ορφανές κοπέλες. Ο ληστής συνήθως έχει υπερτροφία του εγώ, είναι ναρκισσιστής, αυτοθαυμάζεται και περιφρονεί τους κινδύνους και τους αντιπάλους. Ξέρει ότι το τέλος του είναι κοντινό, ότι θα προδοθεί από κάποιον οικείο, φίλο, τροφοδότη ή κουμπάρο, θα συλληφθεί απ’ τους «σταυρωτούς», δηλαδή τους Αστυνομικούς και θα σαπίσει στις φυλακές, αν δεν σκοτωθεί κατά τη συμπλοκή. Πολλές φορές θα δεχθεί την τιμωρία ως δίκαιη: «Ήταν Θεού θελήματα, μαζώχτηκαν τα κρίματα – Του Μπιρμπίλη». Τα ληστρικά τραγούδια είναι λίγα, δεν ξεπερνούν τα 150. Είναι συνήθως άτεχνα και ενίοτε ανακόλουθα, συμπιλήματα ή «μπατίσματα». Πολλά απ’ αυτά συγκέντρωσε, μελέτησε, ανέλυσε και δημοσίευσε ο Δημήτρης Χαλατσάς (Ληστρικά Τραγούδια, Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ» Αθήνα 2003). Τα μισά περίπου είναι μικτά (ληστρικά και της φυλακής). Ο μεγάλος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης αρνήθηκε να συμπεριλάβει στη συλλογή του τέτοια τραγούδια, και γιατί τα περιφρονούσε ως άτεχνα και γιατί στα χρόνια του η ληστεία ήταν ανοιχτή πληγή του Κράτους. Ο ληστής Γεώργιος Κοντοβουνήσιος σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές ήταν νόθο παιδί του Χριστόδουλου Σαρενιώτη από την Καλύδωνα Ηλείας και μιας γυναίκας από την Σκλήβα (σημερινή Μηλέα). Στην Άλβενα είχε θείο τον Κωνσταντή Παζαράκο. Αγαπούσε και σεβόταν τον μεγάλο αγωνιστή του 1821 Πλαπούτα. Στον γάμο ενός ανιψιού πήγε δώρο μία φοράδα, η οποία ήταν μάλλον κλεμμένη. Γίνεται σχετικά λόγος στη δίκη του Πλαπούτα και αφορμή να κατηγορηθεί αυτός ότι είχε δεσμούς με τους ληστές και έγινε μάλιστα κλεπταποδόχος. Πριν την Επανάσταση λήστευε τους Τούρκους και τους Έλληνες Κοτζαμπάσηδες. Έλαβε ενεργό μέρος ο Κοντοβουνήσιος στον αγώνα του 1821, πολέμησε με σθένος και ανδρεία τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και επί Καποδίστρια έγινε Αστυνόμος στον Πύργο. Στην διάρκεια της θητείας του αυτής ερωτεύτηκε παράφορα μία όμορφη κόρη, την Ελένη Δαραλέξη, οι γονείς της οποίας τον κυνήγησαν απηνώς. Ο Κοντοβουνήσιος τα παράτησε όλα και ξαναβγήκε «στο κλαρί», στον ληστρικό βίο. Προστάτευε τους φτωχούς και αδύνατους και κατέστη ο φόβος και ο τρόμος των τσιφλικάδων.
Σε πολλές συγκρούσεις με τις Αρχές γλίτωσε, όχι, όμως, και στην καταδίωξη στη θέση Ομορφοΐσκιωμα του χωριού Σμέρνα. Ερμηνευτική προσέγγιση του τραγουδιού: Πρώτη παραλλαγή: Η αναφορά στις τρεις πέρδικες είναι συχνή εισαγωγή πολλών κλέφτικων τραγουδιών, έτσι ώστε να τονισθεί η συμπεριφορά της τρίτης, που μας εισάγει στο θέμα. Οι στίχοι που αναφέρονται στον έρωτα του ήρωα, στα γιδοπρόβατα που πουλήθηκαν για κοσμήματα της κόρης, είναι συνήθεις και υποβιβάζουν τον ληστή, σε χθαμαλούς τόπους. Γιώργη πουλιώνται οι πάλες σου, πουλιώνται τ’ άρματά σου: Οι όμορφοι αυτοί στίχοι έχουν παρθεί από ένα τραγούδι της φυλακής «Κώστα μ’ τα χιόνια λιώσανε», που επιχωριάζει στην Ήπειρο και στη Ρούμελη και είναι παλαιότερο απ’ αυτό του Κοντοβουνήσιου: «…Πίσω πουλιώνται πρόβατα, πίσω πουλιώνται γίδια, / πίσω πουλάν’ τις πάλες σου, πουλάνε τ’ άρματά σου…». δεύτερη παραλλαγή: «…Πού’χει της χήνας το λαιμό, της πέρδικας τα κάλλη / και της οχιάς το μπίρμπιλο τριγύρω στο λαιμό της…». Σε πολλά δημοτικά τραγούδια η ομορφιά της γυναίκας αποδίδεται με υπέροχους στίχους, τους οποίους είναι αδύνατον να πλησιάσει ο λόγιος ποιητής. Π.χ. «Έχει τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια καγκελάρι, έχει τα ματοτσίνορα σαν κρόσσι από μαντήλι». «Κι αν δώσει ο Θεός κ’ η Παναγιά στα νύχια να πατήσω…».
Οι επόμενοι 5-6 στίχοι έχουν παρθεί από το ίδιο, ως άνω τραγούδι της φυλακής, είναι δε προτροπή για δραπέτευση και εκδίκηση: «Κώστα μου σε θαμεύομαι με την αντρεία πόχεις. / Για δεν τσακείς τα σίδερα τη φυλακή να σπάσεις, / να πάρεις δίπλα τα βουνά και τις κοντοραχούλες, / να πάρεις σκλάβους δικαστές κι ούλους τους νομοθέτες, / να πάρεις και τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα, / που δε δικάζουν ξάμηνο ουδέ δικάζουν χρόνο, / παρά δικάζουν σόβια όση ζωή κι αν έχεις;…». «Θα κάψω τους κουμπάρους μου τους άτιμο Γουρναίους». Πράγματι οι Γουρναίοι πρόδωσαν τον ληστή Κοντοβουνήσιο, ο οποίος κρυβόταν στο δάσος της Κόπρενας, στη Μίνθη. Συνήθως φίλοι ή κουμπάροι πρόδιδαν τους ληστές και οι ίδιοι το γνώριζαν αυτό καλά: «Οι φίλοι φίδια γίνονται και οι κουμπάροι δράκοι» ή «–Πού ’σαι κουμπάρα Γιώργαινα, παλιά μου φιλενάδα, / βάλε τ’ ασημοζώναρο και το φαρδύ γιουρτάνι, / κι έβγα στ’ αγνάντιο να σε ιδώ δυο λόγια να σου κρίνω: / το λάδι που ’χω στα παιδιά ν’ ανάψει να σε κάψει, / που πήγες και μας πρόδωσες, μας πήρες στο λαιμό σου…».

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.

*

Πρόσφατα από Ελλάδα

Go to Top