Η Ολογραφία δεν είναι ακόμη μέρος της ζωής μας, όπως είναι η φωτογραφία, ή ακόμη και νέες τεχνολογίες, όπως το video και οι υπολογιστές. Αυτό σημαίνει ότι οι τρέχουσες εργασίες ίσως είναι πρόωρες, μέρος ενός μεταβατικού σταδίου.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΧΑΤΖΟΥΔΗ
Οι ολογράφοι καλλιτέχνες κατά κάποιο τρόπο, έχουν εμπλακεί σε μια φαντασίωση του μέλλοντος, σαν να ζουν με μια κλίμακα του χρόνου διαφορετική από άλλους ανθρώπους. Σε κάτι που η ολογραφία βρίσκεται μπροστά απ’ τον κόσμο της τέχνης αφορά στην ισότητα των γυναικών. Οι πρωτοπόροι στον τομέα αυτό ήταν γυναίκες και αρκετές από τις γυναίκες αυτές είναι καταξιωμένες στον κλάδο.
Η παρουσία αυτή των γυναικών οφείλει αρκετά στην Posy Jackson, ιδρύτρια και διευθύντρια του Μουσείου Ολογραφίας της Νέας Υόρκης, που συνεχώς ενισχύει καλλιτέχνες ολογραφίας. Σήμερα πάντως αρκετοί καλλιτέχνες, είναι προκατειλημμένοι εναντίον της ολογραφίας. Ο ορισμός του λεξικού (Logmans) των τεχνών, ως «οποιοδήποτε από τα ακαδημαϊκά αντικείμενα, τα οποία δεν θεωρούνται ότι είναι επιστήμη» εξηγεί την αντίθεση των καλλιτεχνών σε διεργασίες οι οποίες έχουν αναπτυχθεί σε επιστημονικά πεδία.
Ο χρόνιος διαχωρισμός μεταξύ τέχνης και επιστήμης συνεχίζεται στην ολογραφία με τα μεγαλύτερα τεχνολογικά επιτεύγματα, να προέρχονται από επιστημονικά ιδρύματα, και με την ολογραφία ως τέχνη, γενικά να μην γίνεται αποδεκτή από τα ιδρύματα τέχνης, εκτός και εάν προέρχονται από καλλιτέχνες οι οποίοι έχουν επιδείξει με επιτυχία έργα τέχνης με άλλα μέσα.
Αυτό το γεγονός και μόνο, δείχνει ότι οι απόψεις για την ολογραφία είναι συγκεχυμένες.
Εκτίθεται δηλαδή το έργο ενός καθιερωμένου καλλιτέχνη, ενώ ενός μή καθιερωμένου, όχι παρ’ όλο που πολλοί από τους πρώτους, αντί να διερευνούν το δυναμικό της ολογραφίας, τείνουν να χρησιμοποιούν προϋπάρχουσες ιδέες, ή ακόμα να μετατρέπουν προϋπάρχουσες φωτογραφίες σε τρισδιάστατες, όπως έχει κάνει ο καλλιτέχνης Joe Gantz.
Το πρόβλημα της διατήρησης των έργων αυτών, δεδομένου ότι τα υλικά του αλογονούχου αργύρου δεν θεωρούνται μόνιμα, δημιουργεί το ερώτημα αν το πραγματικό έργο που δημιουργήθηκε πρέπει να διαρκεί, ή οι ιδέες πίσω από το έργο αυτό. Πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν εφήμερα υλικά για τόσο διάστημα όσο χρειάζεται να περάσουν ένα πολιτιστικό μήνυμα και αδιαφορούν για συλλέκτες όπως το breath escapes the ballon του Piero Manzoni (1933-1963), ενώ ο Damien Hirst (γεν.1965) υποθέτει ότι μπορεί κανείς να παραγγείλλει άλλη φάλαινα σε περίπτωση που η τρέχουσα σαπίσει.
Τέλος πρέπει να λεχθεί ότι τα μειονεκτήματα της τεχνικής για τους καλλιτέχνες είναι περίπου τα ίδια όπως ήταν πριν 30 χρόνια. Παρ’ όλο που τα ολογράμματα τώρα δεν χρειάζονται λέιζερ για να φωτισθούν, χρειάζονται ακόμη ιδιαίτερο ειδικό φωτισμό, στο χώρο της έκθεσης.
Τα ολογράμματα είναι ακόμη μικρά στο μέγεθος, και η οικονομική επιβάρυνση σημαντική. Επιπλέον, οι καλλιτέχνες της ολογραφίας, εξαρτώνται από μία ή δύο φωτογραφικές εταιρίες, για την παραγωγή των υλικών από αλλογονούχο άργυρο, ή φωτοευαίσθητων γαλακτωμάτων από διχρωμική ένωση, σε υπόστρωμα ζελατίνας, όπως η Agfa-Gevaert και η Kodak, η ακόμη και από τη βοήθεια ειδικών, όπως του Selwyn Lissack που βοήθησε τον Dali να δημιουργήσει το Holos! Holos! Velasquez! Gabor! O Dali με το πάθος για την Τρίτη διάσταση, δεν μπορούσε παρά να γοητευθεί από τη νέα τεχνική.
Τώρα τα κλασσικά ολογράμματα είναι δυνατόν να αναπαραχθούν, έτσι ώστε είναι πλέον δυνατή η μαζική παραγωγή τέτοιων έργων σε επιμεταλλωμένο χαρτί, ή πλαστικό. Ένα παράδειγμα ενός μαζικά παραγόμενου ολογράμματος είναι το ανακλώμενο ολόγραμμα σε πιστωτικές κάρτες, το οποίο είναι και δύσκολο να παραχαραχθεί.
Ίσως να φαίνεται παράξενο, αλλά πρωτοπόρος της ολογραφίας υπήρξε ο Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης Ηans Weil (1903-1999) ο οποίος το 1934 καταχώρησε ευρεσιτεχνία για μια διεργασία η οποία δημιουργεί «στερεοσκοπικές εικόνες με τρισδιάστατη εντύπωση», και το έκανε «φωτίζοντας μία μεταλλική επιφάνεια, ή μία πλάκα γυαλιού, οι οποίες έχουν αυλακωθεί με χάραξη» ένα ανάλογο δηλαδή των δίσκων βινιλίου.
Η χαραχθείσα εικόνα γίνεται ορατή μόνο όταν η επιφάνεια φωτισθεί κατά μία ορισμένη κατεύθυνση, κάτι ανάλογο που γίνεται σήμερα με την ολογραφία, στην οποία οι εικόνες ανακατασκευάζονται με φως από διάφορες κατευθύνσεις. Ο Hans Weil δεν είχε βέβαια το 1934 λέϊζερ.
Η τεχνική αυτή έπεσε στη λήθη, αλλά όπως γράφει το περιοδικό La Recherch (2006), ξαναανακαλύφτηκε πολλές φορές, και κυρίως το 1994 από ερευνητές του Πανεπιστημίου Washington στο Seattle των ΗΠΑ, οπότε και γίνονται διάφορες προτάσεις για χειροποίητη παραγωγή ολογραμμάτων, αν και πολλοί αρνούνται το χαρακτηρισμό «ολόγραμμα» στις εικόνες αυτές.
O Hans Weil, ας σημειωθεί δεν ήταν άμοιρος της επιστήμης. Είχε σπουδάσει και φυσική με τον Max Planck στη Γερμανία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οπτική και τις εικαστικές τέχνες.