Η χώρα, αντί να ασχολείται με την προσέλκυση επενδύσεων ώστε να φτιάξει νέες αποδοτικές δουλειές, χρησιμοποιεί το άλλοθι του χρέους για να μην κάνει ούτε ένα βήμα προς το μέλλον…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟ, ΕΠΙΤΙΜΟ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ
Υποστηρίζεται πλέον από πολλές πλευρές ότι ζούμε στην «εποχή της μετα-αλήθειαν πολιτικής» (post-truth politics), που είναι αυτή του ψεύδους, της οργής και της συνειδητής εξαπάτησης. Κατά κανόνα δε, σε παρόμοιες εποχές όπου η λογική του συρμού είναι σήμα κατατεθέν του δημόσιου διαλόγου, η πραγματικότητα παραμερίζεται προς όφελος μίας εικονικής εκδοχής της.
Στο πλαίσιο αυτό, στην καθ’ ημάς οικονομική πραγματικότητα, πολύς λόγος γίνεται για το δημόσιο χρέος της χώρας και την αναδιάρθρωσή του. Παράλληλα δε στο προσκήνιο βρίσκεται και το πρωτογενές πλεόνασμα –που, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μάς λένε ότι θα πρέπει να είναι στο 3,5%. Επίσης, κατά κόρον διατυμπανίζεται ότι η απαίτηση των εταίρων-δανειστών για παρόμοιου ποσοστού πλεόνασμα υπονομεύει την ανάπτυξη, η οποία έτσι γίνεται ευσεβής πόθος.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Πολύ φοβούμεθα πως όχι. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλεονάσματα φέρνουν ανάπτυξη και όχι αντιστρόφως. Και από την άποψη αυτή, οι αναφορές στον Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς και την θεωρία του είναι παραπλανητικές. Κατά τον διάσημο Βρεταννό οικονομολόγο, πάντα πρώτα πετυχαίνεις υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και μετά απολαμβάνεις υψηλά φορολογικά έσοδα, τα οποία μπορούν να εξασφαλίσουν πρωτογενή πλεονάσματα. Είναι δε γνωστό ότι στην Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μία περίοδος πρωτογενών πλεονασμάτων η οποία επέτρεπε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τροφοδοτώντας και μιαν αίσθηση ευμάρειας –που στηριζόταν, όμως, στην κατανάλωση και όχι στην ανταγωνιστική παραγωγή και την βελτίωση της παραγωγικότητας.
Στις χαλεπές μέρες μας, λοιπόν, το κύριο και πολύ καυτό θέμα δεν είναι άλλο από αυτό της τονώσεως της ανάπτυξης, για να έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, τόνωση της ανάπτυξης σε μία οικονομία περίπου 60% κρατικοποιημένη και αντιπαραγωγική είναι μία δύσκολη άσκηση, που απαιτεί ριζικά μέτρα απελευθέρωσης.
Για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία απαιτούνται επενδυτικά κίνητρα σοκ, εξαγωγές με κάθε κόστος, επιχειρηματικές διευκολύνσεις, καθαρές χρήσεις γης, γρήγορη δικαιοσύνη, υψηλής ποιότητας τεχνική εκπαίδευση και καλλιέργεια πνεύματος δημιουργίας. Απαιτούνται, δηλαδή, μέτρα και θεσμικές αλλαγές που πλήττουν το πελατειακό σύστημα, εξουδετερώνουν την γραφειοκρατία και άρα αποδυναμώνουν την πολιτική εξουσία. Κατά συνέπεια, το πολιτικό σύστημα πρέπει να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις στην κοινωνία των πολιτών –κάτι που με τίποτα δεν θέλει. Κρύβεται έτσι πίσω από το χρέος, το οποίο σε ποσοστό πάνω από 80% είναι κυβερνητικό, έχει χαμηλή ετήσια εξυπηρέτηση, αστεία επιτόκια κα μπορεί να παραταθεί για αρκετά ακόμη χρόνια.
Αφ’ εαυτό, λοιπόν, το δημόσιο χρέος δεν είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα όσο το αντίστοιχο ιδιωτικό, με το οποίο η κυβέρνηση ούτε κατά διάνοια δεν ασχολείται. Ωστόσο, το ιδιωτικό χρέος αποτελεί πραγματική ωρολογιακή βόμβα για την οικονομία και τις τράπεζές μας. Βόμβα η οποία θα οπλίζεται όσο το ιδιωτικό χρέος, που ήδη ξεπερνά τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ, θα αυξάνεται, γιατί θα προστίθενται σε αυτό νέα χρέη ιδιωτών προς το Δημόσιο και τις τράπεζες λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Πρόκειται για έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο, που θα εντείνει την ύφεση και την αποεπένδυση και, ως εκ τούτου, θα υπονομεύει κάθε αναπτυξιακή προοπτική.
Αυτό είναι σήμερα το πολύ σοβαρό πρόβλημα της Ελλάδας και όχι μία δήθεν ρύθμιση χρέους, η οποία στην ουσία δεν θα προσφέρει τίποτε απολύτως στην ανάγκη εξόδου από την δυσπραγία. Η χώρα χρειάζεται σοβαρότατες αντιγραφειοκρατικές και άλλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να μπορέσει να εισέλθει στον δρόμο της αυτοδύναμης ανάπτυξης χωρίς δανεικά. Όσο αυτό δεν γίνεται, την γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα βαραίνουν αβεβαιότητες που θα εμποδίζουν για πολύ καιρό την ανάκαμψη. Με αποτέλεσμα, η καταβύθιση του σκάφους να έχει και πολύ οδυνηρές παράπλευρες απώλειες.