Ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ ΟΦΕΙΛΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΕΙ AΜΕΣΑ ΠΟΙΟΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΥΣ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΤΟΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
«Μέρες 2015» αρχίζει να θυμίζει το τοπίο στην διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, καθώς όλες οι πλευρές φτάνουν στα όριά τους, ενώ οι πολλαπλές αντιφάσεις και καθυστερήσεις της κυβέρνησης ανέβασαν τον λογαριασμό και τις απαιτήσεις, με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται πάλι στο παρά 5’. Πλέον, το δίλημμα που έχει να αντιμετωπίσει ο Αλέξης Τσίπρας είναι είτε να πάρει τα μέτρα που ζητούνται για το 2019, είτε να αποχωρήσει με αξιοπρέπεια προκηρύσσοντας εκλογές και αφήνοντας την «καυτή πατάτα» στην επόμενη κυβέρνηση. Αυτές οι δύο είναι οι επιλογές και αυτή τη φορά τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Μόνο, που σε αντίθεση με τις άγριες μέρες και το θρίλερ του Ιουλίου και του Αυγούστου του 2015, αυτή τη φορά δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Ό,τι είναι να αποφασίσει ο πρωθυπουργός, καλώς να το αποφασίσει. Έχει, όμως, ιστορική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, τη χώρα, το κόμμα του και στον εαυτό του να πάρει τις αποφάσεις του γρήγορα, προκειμένου να μην χαθεί η ευκαιρία του 2017 που αχνοφαίνεται και να μην ξεκινήσει ο περίφημος «εκλογικός κύκλος» στην Ευρώπη.
Η κυβέρνηση, στα δύο χρόνια που διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας, ακολουθούσε πάντα την ίδια αποτυχημένη τακτική. Και παρά το γεγονός ότι ουδέποτε αυτή η τακτική απέδωσε, αλλά αντιθέτως δημιούργησε περισσότερα προβλήματα, τώρα ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται «κολλημένος» ακόμη σε εκείνη. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της τακτικής είναι η σπατάλη πολύτιμου χρόνου για την οικονομία, την κοινωνία και τη χώρα. Από την ημέρα που ανέλαβε την εξουσία, ο πρωθυπουργός «ροκάνιζε», διαρκώς χρόνο σε αέναες και κουραστικές διαπραγματεύσεις, που εξαντλούσαν την υπομονή και την ανοχή όλων των δανειστών, εμπέδωναν την άποψη ότι η Ελλάδα είναι «αποτυχημένο κράτος» και «ανίατη περίπτωση», ενώ ταυτοχρόνως ο χρόνος που περνούσε μεγέθυνε και τον λογαριασμό των μέτρων. Η κυβέρνηση το έκανε στην αρχή, το πρώτο 8μηνο της θητείας της, με την περίφημη «περήφανη διαπραγμάτευση». Δηλαδή αυτή την διαπραγμάτευση που οδήγησε στην τεράστια ζημιά των κλειστών τραπεζών και των capital controls και στο αχρείαστο τρίτο Μνημόνιο. Μετά, το επανέλαβε με την πρώτη αξιολόγηση του Μνημονίου. Άργησε να την κλείσει επί 6 μήνες με αποτέλεσμα να ανέβει ο λογαριασμός των μέτρων, να «σφαγιαστεί» το Ασφαλιστικό, να επιβληθούν -με έμπνευση των κυβερνώντων- άγριοι φόροι με απολύτως υφεσιακό χαρακτήρα και να καθυστερήσει η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Παρότι η τακτική αυτή έχει ως τώρα αποτύχει, έχει κοστίσει στην κοινωνία και τη χώρα και έχει ανεβάσει τον λογαριασμό, η κυβέρνηση επί 5 μήνες επιμένει στο αδιέξοδο και σε ό,τι αφορά την δεύτερη αξιολόγηση. Βάσει του προγράμματος, η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να είχε κλείσει τον… Φεβρουάριο του 2016 και την ερχόμενη Τετάρτη «ξημερώνει» ο Φεβρουάριος του 2017! Τα κυβερνητικά στελέχη από το περασμένο φθινόπωρο «ροκάνιζαν» τον χρόνο, δεν αποφάσιζαν να πάρουν το πολιτικό κόστος των δεσμεύσεών τους, ενώ ταυτόχρονα μαδούσαν την μαργαρίτα -ξανά…- για το αν θα πρέπει να μείνει ή να φύγει το ΔΝΤ. Ο Δεκέμβρης ήρθε, το ορόσημο της 5ης Δεκεμβρίου χάθηκε, οι γιορτές των Χριστουγέννων αναγκαστικά διέκοψαν κάθε συζήτηση και το Μαξίμου ακόμη ήλπιζε ότι θα απέφευγε τα μέτρα που ήταν γνωστά και τα οποία ζητούσε το ΔΝΤ από… το περασμένο φθινόπωρο!
Τελικώς, φτάσαμε στις 26 Ιανουαρίου, δηλαδή την περασμένη Πέμπτη, ώσπου να συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση στην συνεδρίαση του Eurogroup ότι οι αξιώσεις για μέτρα το 2019 παραμένουν στο τραπέζι!
Μάλιστα, η καθυστέρηση στην οποία επιδεικτικά επιδόθηκε η Αθήνα εκνεύρισε τόσο πολύ τους δανειστές, ώστε τελικώς με τις θέσεις του ΔΝΤ συντάχθηκαν όλοι οι θεσμοί! Η Κομισιόν, οι υπουργοί του Eurogroup, αλλά και η ΕΚΤ απαίτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να μην «ροκανίζει» τον χρόνο, αλλά να πάρει τις απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση!
Τέλος χρόνου
Με άλλα λόγια, τώρα έχει αποκρυσταλλωθεί η κατάσταση: η κυβέρνηση καλείται να πάρει μέτρα για το 2019, τα οποία μάλιστα είναι… υποθετικά, αφού οι δανειστές λένε ότι θα έχουν ρήτρα ακύρωσης. Δηλαδή, αν η Ελλάδα πετυχαίνει τους στόχους για τα πλεονάσματα, τότε δε θα χρειάζεται να παίρνει μέτρα! Ταυτόχρονα, ο χρόνος επείγει: στις 9 Μαρτίου η ΕΚΤ θα συνεδριάσει και αν η αξιολόγηση δεν έχει ως τότε ολοκληρωθεί, θα χαθεί η ευκαιρία να ενταχθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ταυτόχρονα, στα μέσα Μαρτίου ξεκινά ο εκλογικός κύκλος στην Ευρώπη, με τις εκλογές της Ολλανδίας και συνεχίζεται τον Απρίλιο με τους δύο εκλογικούς γύρους για τον επόμενο πρόεδρο της Γαλλίας. Επίσης, από τον Απρίλιο ξεκινούν εκλογές και σε κρατίδια της Γερμανίας και η χώρα έχει ήδη μπει σε προεκλογική περίοδο ενόψει των εθνικών εκλογών του φθινοπώρου του 2017! Και, σαν να μην έφταναν αυτά, ακόμη «παίζει» και το σενάριο για εκλογές και στην Ιταλία, αν δεν αντέξει η κυβέρνηση Τζεντιλόνι!
Μ’ άλλα λόγια, το τέλος χρόνου έχει έρθει κυριολεκτικά: το πολύ μέσα σε 15 ημέρες ο πρωθυπουργός θα πρέπει να πάρει τις αποφάσεις του. Τα μέτρα που ζητούνται είναι πάνω στο τραπέζι και, όπως ξεκαθαρίστηκε την περασμένη Πέμπτη, δεν πρόκειται να αλλάξουν. Είτε θα κάνει την καρδιά του πέτρα και θα τα πάρει, ευελπιστώντας ότι το πρόγραμμα θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, είτε θα συνομιλήσει με την αριστερή συνείδησή του και θα αποφασίσει να ενεργοποιήσει την οδό διαφυγής μέσω των εκλογών. Όμως, επειδή ακριβώς η κλεψύδρα έχει αδειάσει, ό,τι είναι να κάνει, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να το κάνει γρήγορα. Ειδάλλως, η χρεοκοπία και το Grexit είναι κοντά. Και κανείς δεν έχει δικαίωμα να παίζει εν ου παικτοίς.