Στην παραδοσιακή της μορφή η επικοινωνιακή πολιτική του Υπουργείου Παιδείας αποσκοπούσε στην προβολή του πραγματικού και πρωτίστως του υποτιθέμενου κυβερνητικού έργου…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΤΣΟΥΛΙΑ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (ΠΕΚ)
Στη συγκυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., που χαρακτηρίζεται πριν από κάθε άλλο πολιτικό στοιχείο από το λαϊκισμό (και ο οποίος ερμηνεύεται απόλυτα ως το συνεκτικό στοιχείο μεταξύ ενός αντισυστημικού αριστερού και ενός ακροδεξιού κόμματος με αγαστή σύμπνοια χωρίς κανένα πρόβλημα στη συνεργασία τους), η επικοινωνιακή πολιτική δεν είναι το μέσον προβολής της πολιτικής αλλά η ουσία της!
Και αυτό έχει καταδειχτεί πολύ εύκολα από την ίδια την πραγματικότητα. Ποιος ήταν μέχρι τώρα ο στόχος της συγκυβέρνησης, αφού δεν κατάργησε – όπως είχε δημαγωγικά δεσμευτεί σε αφελείς ψηφοφόρους – τα προηγούμενα μνημόνια; Να αποσπά την προσοχή του λαού από τη δική της πλέον μνημονιακή πολιτική. Σε πρώτο στάδιο έπαιξε με το γλωσσικό μας κώδικα. Άλλαζε τις ονομασίες των πραγμάτων και των γεγονότων σε σχέση με εκείνες που χρησιμοποιούντο πριν, για να δημιουργηθεί μια ψυχολογία διαφοροποίησης από τις προηγούμενες μνημονιακές πολιτικές. Και για ένα διάστημα ισχυρίζονταν ότι είχαν καταργήσει τα μνημόνια με τη δική τους «Συμφωνία» – μη μνημόνιο!
Στη συνέχεια και υπό το βάρος της αξιολόγησης, που γίνεται για μια ακόμα φορά βρόχος για τη χώρα μας, του συνόλου της κυβερνητικής πολιτικής – της οποίας ένα μέρος αναφέρεται και στην εκπαίδευση – το Υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να επιταχύνει την υλοποίηση των δεσμεύσεων που προκύπτουν από το …αριστερό μνημόνιο και από την εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α. με τη σαλαμοποίηση της όλης πολιτικής.
Θέτει λοιπόν κάθε ημέρα το πλάνο, να δημοσιοποιεί σε μια σούπα τα «βαριά και ασήκωτα» εκπαιδευτικά ζητήματα (τους κόφτες, την περιοριστική πολιτική…) με τα μικρά και ασήμαντα (χαιρετισμός του Υπουργού σε ένα συνέδριο…), για να μην εστιάζει η κοινωνία στα αντιεκπαιδευτικά μέτρα. Και κάθε φορά ανανεώνει τα ζητήματα και τα εγκαταλείπει, όταν έχουν εξαντληθεί – όπως συνέβη με τους διορισμούς των εκπαιδευτικών. Κομματιάζει τις δεσμεύεις του μνημονίου και της εργαλειοθήκης του Ο.Ο.Σ.Α. και ξεδιπλώνει μια διαρκώς κινούμενη ατζέντα, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να τρέχουν πίσω από τα γεγονότα.
Αρωγός σε αυτό το παιχνίδι είναι και η ΟΛΜΕ που είναι μονίμως απούσα και δεν έχει καν διαμορφώσει ένα πλαίσιο γενικών αιτημάτων και εξαντλείται σε έναν ρόλο σχολιαστή (!) για τα δευτερεύοντα θέματα. Έτσι ανέδειξε το ζήτημα της αναμοριοδότησης των σχολείων αλλά όχι και το ξεθεμελίωμα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της ειδικής αγωγής. Αλλά πώς μπορεί μια συνδικαλιστική οργάνωση να μην έχει ένα δικό της πλαίσιο αιτημάτων και προτεραιοτήτων και απλώς να αντιδρά με θεωρητικό τρόπο σε επιμέρους ζητήματα του Υπουργείου; Προφανώς ερμηνεία υπάρχει, και είναι πλέον φανερή τοις πάσι.
Από κοντά και ο ΣΥΡΙΖΑ – η συνείδηση της συγκυβέρνησης – που καθοδηγεί τους εκπαιδευτικούς που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το προοδευτικό περιεχόμενο και τον ριζοσπαστισμό της «θεματικής εβδομάδας» ή που «κλείνει το μάτι» σε μια Οργάνωση από τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς και αναπληρωτές ότι θα πάρει μεγαλύτερο μερίδιο από τους υποτιθέμενους διορισμούς, και που κατάφερε τελικά να κερδίσει και ένα ευχαριστήριο μήνυμα απ’ αυτή την Οργάνωση – προφανώς κάτω από το βάρος της υπαρξιακής επαγγελματικής αγωνίας των αδιόριστων εκπαιδευτικών.
Παλιότερα οι κυβερνήσεις εξηγούσαν την υποχώρηση της πολιτικής τους πρότασης στην κοινωνία με το επιχείρημα ότι δεν προβάλλεται το κυβερνητικό έργο. Σήμερα έχουμε μια αντιστροφή των πραγμάτων, να προβάλλεται ξανά και ξανά ένα υποτιθέμενο κυβερνητικό έργο – όπως με τους διορισμούς των εκπαιδευτικών ή με την Παιδαγωγική Κατάρτιση των Καθηγητών ή με την κατάργηση των Πανελλαδικών εξετάσεων – ή να επιχειρείται να εμφανιστεί η μνημονιακή πολιτική των πολλαπλών περιορισμών και της γενικής συρρίκνωσης της εκπαίδευσης ως «δημοκρατική μεταρρυθμιστική πολιτική» (!) και οι Υπουργοί μας να επαίρονται και να νιώθουν ικανοποιημένοι από την προσφορά τους στην κοινωνία και στη χώρα μας. Αν τώρα οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι μαθητές έχουν άλλη πρόσληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας, δεν ευθύνεται το αριστερό μας Υπουργείο…
Καμιά κυβερνητική πολιτική ιδιαίτερα στην εκπαίδευση δεν μπορεί να μακροημερεύσει ούτε καν να σταθεί, αν δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές απαιτήσεις των σχολικών θεσμών. Οι άνεμοι των μεγάλων προβλημάτων και των πολλαπλών αναγκών των σχολείων αλλά και των ιστορικών προκλήσεων για μια παιδεία που θα μορφώνει ουσιαστικά τους νέους μπορεί να μην πνέουν συγκυριακά, ωστόσο θα δημιουργηθούν από τη θέρμη των κοινωνικών γεγονότων, όπως καταδεικνύει πάντα η ίδια η ροή της ιστορίας και η οποία ήδη επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις.