Ένας από τους πρώτους ορισμούς της οικολογίας, ίσως ο πρώτος, δόθηκε το 1866 από τον Γερμανό βιολόγο Έρνστ Χέκελ…
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΓΕΝΙΟ ΧΑΤΖΟΥΔΗ
Ο Χέκελ μελέτησε πάρα πολλά στοιχεία και υλικά ζώσας και μη ζώσας ύλης, και τα κατέγραψε στο βιβλίο του: «Κρυστάλλινες Ψυχές». Ο ορισμός του Χέκελ για την οικολογία, περιλαμβάνει τις επιδράσεις μεταξύ ζώων, φυτών και μικρο-οργανισμών, τα οποία ζουν σ’ ένα βιοτικό και σ’ ένα αβιοτικό περιβάλλον, υποκείμενα σε οικονομικούς «κανώνες». Ο ορισμός αυτός, υπογραμμίζει την συστηματική άποψη της οικολογίας, η οποία περιγράφεται επίσης ως το «νοικοκυριό της φύσης» και «ισορροπία της φύσης». Οι οικολογικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα στο «φυσικό περιβάλλον» και τα τυπικά τους συστατικά, τα «οικοσυστήματα» υπακούουν σε «κανόνες» οι οποίοι δυνατόν να γενικευθούν και ενίοτε έχουν παγκόσμιο κύρος. Το ανθρώπινο είδος είναι ένα, μεταξύ εκατομμυρίων μιας κοινότητας από όλα τα είδη, η οποία ονομάζεται βιοποικιλότητα, αλλά έχει, ένα ιδιαίτερο βάρος στη φύση. Αυτή η ανθρώπινη επίδραση, τείνει να είναι εποικοδομητική, και ο Ηomo sapiens, επομένως πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας ανησυχητικός παράγοντας. Κατά συνέπεια η προστασία της φύσης, δηλαδή των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, έχει μπροστά της την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Ο ορισμός αυτός της οικολογίας δεν είναι ο μόνος. Βασίζεται όμως σε μία ευρέως αποδεκτή βιολογική προσέγγιση.
Μία άλλη προσέγγιση είναι αυτή που ξεκινάει, από μία γεωγραφική άποψη. «Η Γη αντιμετωπίζεται ως μία οικολογική σκηνή, η οποία είναι ένα προϊόν της φύσης και του ανθρώπου». Αυτή η άποψη, έχει μία ιστορική προοπτική, και ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα δημιουργός και καταστροφέας. Η παρθένα φύση, δεν έχει αξία ως τέτοια, κατοίκιση και είδη της βιοποικιλότητας πρέπει να διαταχθούν έτσι ώστε, «να τα πηγαίνουν καλά», το οποίο σημαίνει επιβίωση μόνον εάν το ανθρώπινο είδος, έχει αρκετό χώρο για το ίδιο.
Ο κίνδυνος μιας καθαρά βιολογικής άποψης της οικολογίας έγκειται στην υποεκτίμηση του ανθρώπινου παράγοντα. Το τυπικό όνειρο ενός βιολογικού οικολόγου, ίσως να είναι ένας κόσμος χωρίς ανθρώπινο είδος. Οι κίνδυνοι από την άλλη πλευρά μιας γεωγραφικής άποψης, είναι να ξεχαστούν τα εκατομμύρια άλλων ειδών, και η μακρά τους διαδρομή, πριν ακόμη εμφανιστεί ο άνθρωπος στη σκηνή. Εφ’ όσον όμως είμαστε ένα εσωτερικό μέρος της γήινης βιοποικιλότητας, αυτό το τελευταίο είναι η μεγαλύτερη απειλή, αφού η ύπαρξή μας δεν είναι δυνατή χωρίς την βιοποικιλότητα της γης.
Τα παραπάνω φέρνουν στο προσκήνιο την Ανθρώπινη Οικολογία, η οποία είναι η πληθυσμιακή οικολογία του Homo sapiens, και αφορά πρωτίστως στην οικολογία «μόνον» ενός είδους, το οποίο όμως αγγίζει όλα τα άλλα είδη της οικολογίας.
Η ανθρώπινη ιστορία, είναι μία ιστορία μετατροπής των παρθένων οικοσυστημάτων σε εντόνως διαχειρίσιμες περιοχές. Η φυσική βιοποικιλότητα πρέπει να εξαφανιστεί ή να προσαρμοστεί. Η ανάπτυξη κοινοτήτων και κοινωνιών, και τεχνητά «οικοσυστήματα», έχουν επηρεάσει σοβαρά τη φύση, και η συνεχής απομάκρυνση από τις δημιουργικές δυνάμεις της φύσης, μας κάνουν να απομακρυνόμαστε σημαντικά από τη φύση. Η ανθρώπινη κουλτούρα είναι ο δικός μας κόσμος, και οι οικονομικοί του κανόνες είναι οι δικοί μας κανόνες και νόμοι. Αυτά σε προχωρημένο στάδιο, βρίσκονται σε ισχυρή αντίθεση με τη φύση, και μπορεί να διατηρηθούν μόνον με διαρκή προσθήκη υλικών και ενέργειες.
Από μία υλιστική άποψη, αξία έχουν μόνον χρήσιμα πράγματα. Έτσι μη χρησιμοποιήσιμα οικοσυστήματα και είδη, δεν έχουν αξία. Οι οικονομικοί μας κανόνες επιβάλλουν ότι η φύση πρέπει να μετατραπεί (δηλαδή να καταστραφεί) ώστε να αυξηθεί η αξία της, ως ζωτική συνθήκη για μας.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δείχνουν ότι η αυξανόμενη ανθρώπινη επίδραση στη φύση, θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση της βιοποικιλότητας. Η μελλοντική ύπαρξη του Homo sapiens, εξαρτάται από την ποιότητα του περιβάλλοντός του, το οποίο περιλαμβάνει τον πλούτο της παγκόσμιας βιοποικιλότητας. Επομένως η ανθρώπινη οικολογία, αφορά όχι μόνον στην οικολογία του Homo sapiens, αλλά παγκοσμίως σε όλες τις μορφές της, στο πνεύμα μιας γενικευμένης οικολογίας. Και το μεγάλο πρόβλημα είναι, ότι η ταχεία μείωση της βιοποικιλότητας, δείχνει ότι ένας πληθυσμός των έξι δισεκατομμυρίων, είναι μεγάλο βάρος για τη Γη.